Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Χαραγμένο στο περιγιάλι τ' όνομά της...

"Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ' όνομά της..."
...γράφει ο ποιητής (δείτε, παρεμπιπτόντως, μια εξαιρετική ανάλυση του ποιήματος). Το είδαμε κι εμείς γραμμένο χθες το σούρουπο στην παραλία του Νέου Πύργου, κάπου κοντά στο λιμάνι. Και το απαθανατίσαμε!

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Λουλού η Αεκάρα σε... καλοκαιρινές στιγμές!

Ο πανταχού παρών φακός του Aekphile βρέθηκε στον Νέο Πύργο, ένα προσφυγικό χωριό στη Βόρεια Εύβοια που χτίστηκε από Κωνσταντινουπολίτες. Κάποτε ήταν ντροπή εκεί να μην είσαι οπαδός της ΑΕΚ. Σήμερα, δυστυχώς, με την ώσμωση που υπέστη το χωριό με τις γύρω περιοχές, υπάρχει ανησυχητική αύξηση των "γαύρων" - και δεν αναφέρομαι, φυσικά, στα νόστιμα και φρέσκα ψαρικά που σερβίρουν οι γραφικές παραθαλάσσιες ταβέρνες!

Ο ιδιαίτερα παρατηρητικός και καλόγουστος φακός μας "συνέλαβε" σε στιγμές χαλάρωσης σε τοπική καφετέρια μια γνωστή φανατική οπαδό της ΑΕΚ και γνώριμη του blog, τη Λουλού την Αεκάρα, η οποία βρέθηκε στον Ν.Πύργο για ολιγοήμερες διακοπές. Ιδού τα πειστήρια:






Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Τα Μνημόνια και το τείχος του Βερολίνου

Του Θανάση Γκότοβου

Από την άνοιξη του 2010 και μετά μπήκε στη ζωή μας μια καινούρια λέξη, άγνωστη για πολλούς Έλληνες μέχρι τότε, η λέξη Μνημόνιο. Η λέξη παραπέμπει, πλέον, σε μια σύνθετη πραγματικότητα, η οποία συνίσταται στα εξής: (α) στην αδυναμία της χώρας να δανειστεί, όπως μέχρι τον Οκτώβριο του 2009, από τις διεθνείς αγορές χρήματος (τις διαβόητες «αγορές»), (β) την υπέρβαση αυτής της αδυναμίας μέσω της δημιουργίας ενός ειδικού ταμείου από συγκεκριμένους θεσμικούς πιστωτές (τρόϊκα), (γ) τη χορήγηση δανείων υπό τον όρο ότι θα γίνονται «μεταρρυθμίσεις» τις οποίες, όμως, θα υπαγορεύουν οι δανειστές και θα εγκρίνουν μέσω πολιτικών πλειοψηφιών οι δανειζόμενοι, (δ) την πραγματική επιβολή «μεταρρυθμίσεων» με τη μορφή της μείωσης του κόστους εργασίας, της υπερφορολόγησης και της «εργασιακής ευελιξίας» στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, (στ) τη γενικευμένη κρίση σε όλα τα επίπεδα της νεοελληνικής ζωής.

Στο σύστημα των Μνημονίων δρουν και αλληλεπιδρούν με άμεσο τρόπο τέσσερα διακριτά συλλογικά υποκείμενα. Πρώτον, οι αγορές χρήματος, οι οποίες εκτιμούν και αποφαίνονται, πάντοτε με βάση την ισχύ που διαθέτουν και τα συμφέροντά τους, πότε και κάτω από ποιους όρους θα δανείσουν ξανά την Ελλάδα, π.χ. αγοράζοντας ελληνικούς τίτλους. Δεύτερον, οι θεσμικοί πιστωτές (ΕΚΤ, ΕΕ, ΔΝΤ), οι οποίοι πάλι με βάση την ισχύ και τα συμφέροντά τους, αποφασίζουν τα ποσά, τον χρόνο καταβολής τους και τους όρους του δανεισμού, για όσο διάστημα η χώρα δεν μπορεί να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές χρήματος. Τρίτον, οι εγχώριες πολιτικές ελίτ, οι οποίες με τις πράξεις τους (αποφάσεις της Βουλής, κυβερνητικές αποφάσεις) ή το λόγο τους (νομιμοποίηση ή λεκτική απόκρουση των μνημονίων) μεταφέρουν και διασφαλίζουν (ή επιχειρούν να κάνουν το αντίθετο) το μνημονιακό πρόγραμμα «σωτηρίας». Τέταρτον, οι πολίτες της χώρας, που ως πολιτικά υποκείμενα με την ψήφο τους εγκρίνουν ή όχι (μέσω εκλογών ή μέσω απειλών για τις επικείμενες εκλογές που αποτυπώνονται στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων) τα μνημονιακά προγράμματα.

Ποιος είναι ο πυρήνας της μνημονιακής λύσης «δάνεια αντί μεταρρυθμίσεων»; Εδώ θα χρειαστεί μια διαφοροποίηση ανάμεσα στον πραγματικό πυρήνα των Μνημονίων και στο προβαλλόμενο μέσω του προπαγανδιστικού λόγου περιεχόμενό τους. Τα πραγματικά κίνητρα των μεταβατικών πιστωτών της χώρας (τρόϊκας) να σώσουν την Ελλάδα δεν συμπίπτουν με την απολογητική των Μνημονίων, με τον περί Μνημονίων λόγο στα διεθνή και τα εγχώρια πολιτικά, δημοσιογραφικά και άλλα fora. Όπως σε κάθε «δώρο», έτσι και στα Μνημόνια υπάρχει το περιεχόμενο και το περιτύλιγμα. Μόνον αφελείς ή πολιτισμικά ξένοι συγχέουν το πρώτο με το δεύτερο.

Ο πραγματικός πυρήνας των Μνημονίων είναι σε ένα πρώτο επίπεδο η άσκηση αφόρητης οικονομικής πίεσης σε μια κοινωνία – την ελληνική στην περίπτωσή μας – ώστε να επικρατήσουν σταδιακά στη χώρα τριτοκοσμικές συνθήκες σε ό,τι αφορά το κόστος εργασίας, τις τιμές των αγαθών και τα περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού κράτους. Ο,τιδήποτε ελληνικό πρέπει στο μέλλον να αγοράζεται από ενδιαφερόμενους τρίτους, που λόγω διαφοράς οικονομικής ζώνης είναι οικονομικά πιο εύρωστοι από τους ιθαγενείς, πιο φτηνά: εργασία, γη, κατοικία, προϊόντα, αεροδρόμια, λιμάνια, παραλίες, νερά κ.α. Όχι άρματα μάχης, ούτε αεροπλάνα και κανονιοφόροι αυτή τη φορά, αλλά οικονομικοί οργανισμοί και τα πολιτικά τους φερέφωνα επιχειρούν να διαμορφώσουν προς τα κάτω το επίπεδο ζωής εκατομμυρίων Ελλήνων – όχι όλων, βεβαίως – προς όφελος τρίτων. Από τη σκοπιά τους η Ελλάδα ανήκει στον οικονομικό ζωτικό τους χώρο, τα οικονομικά της μεγέθη πρέπει να είναι συμβατά με τις επιδιώξεις των αναμορφωτών και διαχειριστών του νέου κόσμου. Και μας αφήνουν δύο επιλογές: ή να συμμορφωθούμε με το νέο κόσμο ή να «αυτοκτονήσουμε» πολιτικά. Tertium non datur. Οι πολλές επιλογές βλάπτουν τη Δημοκρατία.

Με αυτή την έννοια, η χώρα βρίσκεται από οικονομικής πλευράς σε ένα είδος κατοχής, όσο και αν δεν μας αρέσει η λέξη αυτή και παρά την κατάχρησή της στα πλαίσια της πολεμικής μεταξύ των εγχώριων πολιτικών κομμάτων. Διότι είναι άλλο πράγμα μια ενιαία ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση, και άλλο η διακυβέρνηση μέσω των μνημονίων.

Και ερχόμαστε τώρα στο περιτύλιγμα. Τα τρία κύρια χρώματα του αμπαλάζ είναι ο τρόμος, η ενοχή και η ελπίδα. Πρέπει να συμφωνήσουμε με τα μνημόνια, λέει το περιτύλιγμα, διότι βρισκόμαστε στην άκρη του γκρεμού (τρία χρόνια τώρα φαίνεται πως κάνουμε βήμα σημειωτόν στο χείλος της αβύσσου…). Άλλωστε, όπως είχε αποφανθεί και ο ζωηρός Στρος-Καν, οι Έλληνες κολυμπάμε στα σκ….Για τα οποία, θα συμπληρώσει το περιοδικό Focus, φταίμε αποκλειστικά εμείς οι ίδιοι.

Και παρόλη την αηδία, η τρόϊκα, με την Άγγελα Μέρκελ χαμογελαστή σε πρώτο πλάνο, τείνει – χωρίς γάντια – χείρα βοηθείας για να τραβήξει τη χώρα έξω από το βόθρο. Για να δώσει ελπίδα στους Έλληνες ότι κάποτε θα ξημερώσει μια άλλη μέρα. Κάτι γνωρίζει η σιδηρά καγκελάριος από επιχειρήσεις σωτηρίας, αφού γαλουχήθηκε η ίδια στα νάματα του υπαρκτού σοσιαλισμού, τον οποίο φυσικά ουδέποτε αμφισβήτησε πριν καταρρεύσει. Για να τον αμφισβητήσει άρδην μετά την πτώση του τείχους.

Το 2009 συνέβη στην Αθήνα ένα γεγονός παρόμοιας σημασίας και εμβέλειας με την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Η πτώση του τείχους συμβολίζει την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην μεταπολεμική Ευρώπη. Η κρίσιμη διαφορά με την Ελλάδα είναι ότι η τελευταία γλίτωσε από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» το 1949, αλλά δεν απέφυγε την …κατάρρευσή του το 2009. Και ότι την πτώση του δικού μας τείχους την υπαγόρευσαν οι «αγορές», και όχι ο Γκορμπατσώφ.

Όλα τα υπόλοιπα είναι περίπου τα ίδια: χιλιάδες ανατροπές εκεί, χιλιάδες κι εδώ, εκατομμύρια άνεργοι εκεί, εκατομμύρια κι εδώ, δαιμονοποίηση του προηγούμενου καθεστώτος εκεί, δαιμονοποίηση κι εδώ, πτωχοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας των Ανατολικογερμανών εκεί, πτωχοποίηση κι εδώ. Απολυμένοι εκεί, απολυμένοι κι εδώ. Αυτοκτονίες εκεί, το ίδιο κι εδώ. Συνεχείς διαμαρτυρίες εκεί, διαμαρτυρίες κι εδώ. Πολιτική αστάθεια εκεί, αστάθεια κι εδώ. Φυλακές και καταδίκες εκεί, το ίδιο περίπου κι εδώ. Ουσιαστικά έχουμε αντιγραφή ενός μοντέλου κατάρρευσης.

Οι δυτικογερμανικές ελίτ δεν μπόρεσαν μετά την πτώση του τείχους να επεξεργαστούν μια καλύτερη λύση, μια λύση με λιγότερο κοινωνικό πόνο, για τον μισό γερμανικό λαό. Επινόησαν και επέβαλαν στο ίδιο το έθνος τους μια ταλιμπανική επιλογή από το μενού του ζηλωτικού νεοφιλελευθερισμού. Αποτέλεσμα; Το βιωτικό επίπεδο των κατοίκων της ανατολικής Γερμανίας συνεχίζει και σήμερα, είκοσι και πλέον χρόνια μετά το 1989, να είναι πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο στην (πρώην) δυτική Γερμανία. Μια ισχυρή Αριστερά εκπροσωπείται στα κοινοβούλια των ανατολικογερμανικών κρατιδίων, παράλληλα με μια ισχυρή Ακροδεξιά. Υπολογίζεται ότι ο παράνομος βραχίονας της ναζιστικής δεξιάς στην ανατολική Γερμανία, (ομοϊδεάτες της NSU που δικάζεται αυτή την εποχή στο Μόναχο για δέκα δολοφονικές πράξεις) έχουν δολοφονήσει πάνω από 150 ανθρώπους, κατά κανόνα ξένους, από το 1990 μέχρι σήμερα – για ιδεολογικούς (φυλετικούς) λόγους. Όταν η κυρίαρχη μετά το 1989 γερμανική ελίτ επιβάλλει στο μισό γερμανικό έθνος μια τέτοια λύση, και όταν η ελίτ αυτή από τότε μέχρι σήμερα έχει γίνει ακόμη πιο επιθετική στο οικονομικό πεδίο, έχει κανείς την αίσθηση ότι ο ευρωπαϊκός Νότος θα μπορούσε να τύχει ηπιότερης μεταχείρισης λόγω «ευρωπαϊκής» μεσολάβησης;

Όσοι χαιρετίσαμε το 1989 την ειρηνική αλλαγή του καθεστώτος στην Ανατολική Γερμανία, δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι οι «μεταρρυθμίσεις» δεν θα σταματούσαν στα ερείπια του τείχους, αλλά θα κατηφόριζαν κάποια στιγμή προς τη Μεσόγειο. Ούτε ότι ο νέος άνεμος ελευθερίας που έπνεε πάνω από τα χαλάσματα ενός αυταρχικού καθεστώτος θα γύριζε πίσω ως μπόχα με το όνομα «prism» ή «tempora» που είναι απαραίτητο – μας λένε – να εισπνέουμε στη Δύση στο όνομα της προστασίας της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Και που μπροστά της η πρωτόγονης τεχνολογίας μπόχα της Stasi φαντάζει θαλάσσια αύρα…

Πηγή: Aixmi.gr

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Περί θεωρίας του πετάλου (απόσπασμα)

Από άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου

Η ελληνική άκρα αριστερά (κομμουνιστική και αναρχοειδής) ευθύνεται, σε μεγάλο βαθμό, για την επανεμφάνιση της άκρας δεξιάς και των νεοφασιστικών και νεοναζιστικών ομάδων. Στη συνέχεια, για την άνοδο αυτής της εγκληματικής παράταξης μπορούν να ενοχοποιηθούν μια σειρά παράγοντες: η συγκυρία της οικονομικής κρίσης, η ευρωπαϊκή κηδεμονία (η «απώλεια» της εθνικής ανεξαρτησίας και το πλήγμα στην εθνική υπερηφάνια), η ευρεία δημοσιότητα που της προσφέρθηκε και, όπως πάντα, η ελλειπής ενημέρωση και παιδεία. Ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν.

Η άκρα αριστερά έχει μακρά παράδοση στην προπαγάνδα. Και η προπαγάνδα της δεν συναντούσε ποτέ πειστικά αντεπιχειρήματα: τα κοινοβουλευτικά κόμματα, μετά το 1974 τουλάχιστον, δεν κατάφεραν να αντιτάξουν πολιτικό λόγο στην επέλαση της αριστερίστικης προπαγάνδας – και άφησαν το πεδίο της κοινωνικής δικαιοσύνης στα χέρια ιδεολογιών που δεν έχουν καμιά σχέση με την κοινωνική δικαιοσύνη. Δημιουργήθηκε μια περίπλοκη μυθολογία σχετικά με το τι είναι σωστό, τι είναι λάθος, τι είναι προοδευτικό, τι είναι αντιδραστικό, τι είναι στατικό, τι είναι δυναμικό: το αποτέλεσμα ήταν μια κοινωνία χωρίς ενέργεια αγοράς, καθοδηγούμενη από τον συνδικαλισμό και τη γραφειοκρατία – ένα υβρίδιο. Δυο φαινομενικά αντίθετες ιδεολογίες αναδείχθηκαν σε ηγεμονικές: από τη μία η παραδοσιακή της δεξιάς –πατρίς, θρησκεία, οικογένεια- κι από την άλλη η παραδοσιακή της αριστεράς, πατρίς-επανάσταση-οικογένεια. Και για κάμποσες δεκαετίες, ο νόμος εξέλιπε και πάλι, αυτή τη φορά για χάρη της αριστεράς, μιας και πριν από το 1974, ο νόμος εξέλιπε για χάρη της άκρας δεξιάς.

Αποκτήσαμε κοινωνική οργάνωση με «αριστερό» εποικοδόμημα και κοινωνικό λόγο όπου επικρατούσαν αριστερές προκαταλήψεις. Οι όροι έχασαν τη σημασία τους: στην αριστερά μεταφυτεύτηκαν «αναρχικά» στοιχεία, στοιχεία κοινωνικού περιθωρίου σχετικά με την αψηφησιά της εξουσίας και την υποτίμηση της παιδείας· η παλιά, κοινοβουλευτική αριστερά εμπλουτίστηκε και υπονομεύτηκε από την εμπειρία των αντάρτικων πόλης και των υπόγειων ομάδων που είχαν στόχο «την καρδιά του συστήματος». Έτσι, επί σαράντα χρόνια, η άκρα δεξιά –εκείνη που κάποτε τροφοδοτούσε το παρακράτος- χλόμιασε στη γωνία και δράση ανέλαβε η άκρα αριστερά. Πλην όμως, τίθενται δύο ζητήματα: πρώτον ότι ο παραμερισμός του νόμου κατέληξε, όπως συμβαίνει πάντοτε, χωρίς καμιά εξαίρεση, σε τερατώδη φαινόμενα (όπως είναι εκείνο της Χρυσής Αυγής), και δεύτερον ότι αυτή η άκρα αριστερά εμφανίζει όψεις που μοιάζουν με την άκρα δεξιά.

Εξηγούμαι: όταν ορισμένες αφομοιωμένες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ διαμαρτύρονται για την, έστω καθυστερημένη, δράση της αστυνομίας στο Πολυτεχνείο, όταν δηλαδή δεν αναγνωρίζουν τα όργανα του κράτους και τη διαφορά μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, ταυτίζονται με τις ομάδες κρούσης του παρακράτους. Όταν δεν κατανοείς ότι, στην πολιτική, χρειάζεται διπλωματία, αξιοπιστία, σεβασμός των θεσμών (ότι, για παράδειγμα, το χρέος της Ελλάδας πρέπει να εξοφληθεί κι ότι δεν μπορεί κανείς να καθυβρίζει τους δανειστές του), όταν δεν αντιλαμβάνεσαι την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, ταυτίζεσαι και πάλι με αυτές τις ομάδες. Εξάλλου, όπως προανέφερα, τις έχεις, κατά κάποιον τρόπο γεννήσει: αν είχαμε σταθερή και αυστηρή μεταναστευτική πολιτική, δεν θα αναδύονταν τα φαινόμενα ρατσισμού που αντιμετωπίζουμε σήμερα, ούτε θα είχαμε βρεθεί στην πολύ δυσάρεστη θέση να χτίζουμε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο ρατσισμός και τα στρατόπεδα είναι απαράδεκτα. Ωστόσο, μόνοι μας φτάσαμε σ’ ένα σημείο όπου δεν φαίνεται να υπάρχει ανθρωπιστική λύση: η έλλειψη πολιτικής και η ψευτο-αριστεροποίηση της δεξιάς και του κέντρου προκάλεσαν ανομία και, με τη σειρά της, η ανομία ενθάρρυνε τις φασιστοειδείς ομάδες ακριβώς όπως ενθάρρυνε τις αντιεξουσιαστικές. Η ανομία δεν κάνει διακρίσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η άκρα αριστερά απορρίπτει, ως «απλοϊκή» και ανιστόρητη (look who’s talking!) τη θεωρία του πετάλου –κατά την οποία η άκρα αριστερά συναντιέται με την άκρα δεξιά. Κι όμως, το πολιτικό φάσμα δεν είναι γραμμικό· είναι, θα λέγαμε, πολυδιάστατο. Τα δύο άκρα μοιράζονται τον αυταρχισμό και τον κρατισμό, περιφρονούν τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και περιορίζουν την ελευθερία του λόγου στην ελευθερία του δικού τους λόγου. Σε πολλές περιπτώσεις μοιράζονται ακόμα και τον αντισημιτισμό αν και, πράγματι, με διαφορετικά επιχειρήματα...

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Το κόστος μιας ζωής

Του ΘΑΝΑΣΗ ΧΕΙΜΩΝΑ

28 Απριλίου 1993. Ημιτελικός πρωταθλήματος μπάσκετ, Πανιώνιος-Παναθηναϊκός στη Νέα Σμύρνη. Οκτώ λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα, ο διαιτητής Κουκουλεκίδης σφυρίζει αμφισβητούμενο πέμπτο φάουλ σε βάρος του αθλητή των γηπεδούχων Μπόμπαν Γιάνκοβιτς. Ο τελευταίος, σε έξαλλη κατάσταση, χτυπάει ως διαμαρτυρία το κεφάλι του στην ατσάλινη βάση της μπασκέτας, σωριάζεται στο έδαφος και τελικά μένει παράλυτος μέχρι το τέλος της ζωής του, πριν από λίγα χρόνια. Μια από τις πιο αποτρόπαιες στιγμές στην ιστορία του (ελληνικού) αθλητισμού. Και, για κάποιο λόγο, η πρώτη εικόνα που μου ήρθε στο μυαλό όταν πληροφορήθηκα τον άδικο χαμό του 18άχρονου Θανάση Καναούτη.

Για το ίδιο συμβάν, δεν έχω να πω κάτι. Πρέπει να αποφανθεί η Δικαιοσύνη. Διαδικτυακή μου φίλη, συγγενής αυτόπτη μάρτυρα, μου διηγήθηκε μια εκδοχή, ζητώντας μου ωστόσο να μην την γράψω. Το σέβομαι. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως, από αυτά που ακούω, ο Καναούτης ήταν ένα καλό και ήσυχο παιδί που δεν έψαχνε για τσαμπουκάδες. Δυστυχώς, ζούμε σε μια άγρια εποχή όπου όλοι είναι στην τσίτα και μια σπίθα αρκεί για να φτάσουμε στο χειρότερο. Όπως συνέβη το βράδυ της Τρίτης 13 (μου κάνει εντύπωση που κανείς δεν το πρόσεξε) Αυγούστου. Έχω γράψει κι άλλες φορές πως κάθε δυσάρεστο γεγονός στη χώρα μας έχει δύο διαστάσεις. Με απλά ελληνικά, η πρώτη είναι «αυτό που έγινε», η δεύτερη «αυτό που ακολούθησε».

Για την πρώτη διάσταση, τα είπαμε, δεν υπάρχει να προσθέσεις κάτι. Ένα παιδί νεκρό τζάμπα και βερεσέ. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες που πρέπει να ξεκαθαρίσουν σύντομα. Κι από την άλλη, ένας ελεγκτής που (αν τελικά απορριφθεί το σενάριο πως έσπρωξε εσκεμμένα τον άτυχο νεαρό από το τρόλεϊ) είναι επίσης θύμα. Γιατί ακόμα και και αν έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο και ξεπέρασε τα όρια δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί αυτό που θα ακολουθούσε.

Η δεύτερη διάσταση είναι αυτή που πρέπει να μας προβληματίσει όλους μας. Από τα πρώτα λεπτά που μαθεύτηκε το συμβάν ξεχύθηκε ένας πρωτοφανής χείμαρρος λάσπης και χυδαιότητας. Όπως συνέβη και με το θάνατο των δυο νέων με το μαγκάλι στη Λάρισα, ο χαμός του Καναούτη χρεώθηκε αυτομάτως στο απεχθές Μνημόνιο: Ο άτυχος νέος δεν είχε 1,20 ευρώ λόγω της νεοφιλελεύθερης και ναζί Μέρκελ και των εδώ γκαουλάιτερ. Γονατισμένος από την ανέχεια οδηγήθηκε, μέσω της βίαιης κρατικής καταστολής, σε έναν (προσχεδιασμένο;) θάνατο. Ακόμη και η –προ διμήνου- δήλωση του Κώστα Χατζηδάκη «Δεν μπορούμε να ανεχθούμε το φαινόμενο των τζαμπατζήδων» του χάρισε τον χαρακτηρισμό του ηθικού αυτουργού. Σύμφωνα με τους «επαναστάτες» συνομωσιολόγους, ο υπουργός είχε έτσι περάσει το μήνυμα: «Θάνατος σε όποιον δεν κόβει εισιτήριο».

Καμία έκπληξη. Όταν κάποιοι έχουν φτάσει στο σημείο να αποδίδουν μέχρι και θανάτους από παθολογικά αίτια στο ΔΝΤ (επειδή ο καρκινοπαθής/ καρδιοπαθής είχε σχετικά πρόσφατα απολυθεί) δεν θα περίμενε κανείς να μείνει ανεκμετάλλευτος ο βίαιος θάνατος ενός νέου. Αναμενόμενη, επίσης, και η «καταδίκη» του ελεγκτή (για πολλούς και του οδηγού) από τους Δικαστές Ντρεντ του διαδικτύου και των ΜΜΕ: Ο ελεγκτής είναι ένοχος φόνου εκ προμελέτης. Σκότωσε των 18χρονο επειδή ήταν άνεργος, επειδή αντιστεκόταν στην «κατοχική» κυβέρνηση. Πολλοί έφτασαν στο σημείο να κράξουν τους επιβάτες του λεωφορείου επειδή δεν λίντσαραν επί τόπου το κάθαρμα αυτό. Όπως θα γινόταν π.χ. στην, αγαπημένη τους, Πλατεία Ταχρίρ.

Αυτό που πραγματικά τρομάζει, όμως, είναι το ότι, σε χρόνο dt, στοχοποιήθηκε ένας ολόκληρος κλάδος εργαζομένων. Οι ελεγκτές, που χαρακτηρίστηκαν «Κυνηγοί κεφαλών» από την Αυγή ενώ παραλληλίστηκαν με τα SS από αρθρογράφο του (μετριοπαθούς) Protagon, αποτελούν πλέον τον νέο «Εχθρό του Λαού»- λες και υπάρχει χώρα στον κόσμο που να μην γίνεται έλεγχος εισιτηρίων στα ΜΜΜ. Ωσάν νέοι Αρτέμηδες Μάτσες παραμονεύουν τους φτωχούς αντιμνημονιακούς και πρέπει να έχουν την τιμωρία που τους αξίζει από τον Λαό-Τιμωρό. Η συλλογική ευθύνη σε όλο της το μεγαλείο. Μετά τους μεταλλωρύχους στων Σκουριών, τους εργαζομένους της ΕΡΤ που ζήτησαν να επαναπροσληφθούν έρχονται τώρα οι ελεγκτές των ΜΜΜ να πάρουν την θέση τους στη μεγάλη «πυρά» που θα ανάψει ο «Λαός» για την οριστική σωτηρία του.

Ωστόσο, το νταβαντούρι δεν σταμάτησε στους ελεγκτές. Σειρά πήραν οι συγγραφείς! Ένα άστοχο (κυρίως σε ό,τι αφορά την διατύπωσή του όσο και το timing) tweet της καλής φίλης (συγγνώμη που έχουμε φίλους, εσείς που δεν έχετε, τι καταλαβαίνετε;) Λένας Διβάνη άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για το μανιασμένο πλήθος. Τα «Ψόφα», τα «Βγάλε καρκίνο και AIDS, εσύ και τα παιδιά σου!» συνοδεία από έναν καταιγισμό από σεξουαλικά μπινελίκια γκρέμισαν τον «τοίχο» της συγγραφέως ενώ γρήγορα η επίθεση επεκτάθηκε τόσο στον Πέτρο Τατσόπουλο, επειδή ως αριστερός (!) δεν αποκήρυξε μετά βδελυγμίας τη φίλη και συνάδελφό του, όσο και στον Χρήστο Χωμενίδη γιατί –όπως έγραψε το site του «Θέματος»- έβαλε like (!!!) σε στάτους (όχι το επίμαχο) της Διβάνη.

Ίντερνετ αλλά και γραπτός Τύπος γέμισαν από βαθυστόχαστα, δακρύβρεχτα, φευτοεπαναστατικά άρθρα που κατακεραύνωναν όλους τους υπευθύνους. Μιλούσαν για «ένα παιδί που δολοφονήθηκε επειδή δεν είχε να πληρώσει 1,40 ευρώ» αγνοώντας πως α/ Το εισιτήριο στο τρόλεϊ είναι 1,20 ευρώ και β/ αν συλληφθείς χωρίς εισιτήριο δεν καταβάλει το αντίτιμό του αλλά πρόστιμο ύψους 72 ευρώ. Πού να τα ξέρουν όμως όλα αυτά οι ψαγμένοι αρθρογράφοι; Σάμπως έχουν πατήσει ποτέ τα ποδάρια τους σε τρόλεϊ;

Ο θάνατος του Θανάση Καναούτη πήρε –κατά τα ειωθότα- πολιτική χροιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να διοργανώσει πορείες και διαδηλώσεις μέχρι και στην ίδια την κηδεία. Γιατί; Ο Θανάσης Καναούτης δεν ήταν στέλεχος κανενός κόμματος. Δεν ξέρουμε αν ασπαζόταν κάποιο πολιτικό χώρο, αν ήταν φιλελεύθερος, σοσιαλδημοκράτης ή αριστεριστής. Δεν γνωρίζουμε καν την άποψή του για το Μνημόνιο. Αν φυσικά είχε άποψη στα 18 του.

Για μένα ισχύει αυτό που έγραψα και για το περιστατικό της Λάρισας. Για τον χαμό του Καναούτη έφταιξε η κακιά στιγμή. Δύο άνθρωποι τσακώθηκαν (δι σήμαντον αφορμήν) μέσα στον Δεκαπενταύγουστο. Άγνωστο πως, ο ένας κατέληξε νεκρός στο οδόστρωμα. Σίγουρα υπάρχει θύμα. Θύτης όμως; Ναι. Πολλοί- έστω και «κατόπιν γιορτής». Οι θύτες της υπόθεσης είναι οι τυμβωρύχοι, όλοι αυτοί οι «βρικόλακες της επανάστασης» που έσπευσαν να σκυλέψουν το κουφάρι, να ξεκοκαλίσουν το άψυχο σώμα ενός παιδιού.

Πηγή: ATHENS Voice

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Στη σκιά ενός επίγειου «θεού»…

Τίποτα δεν προετοίμασε την παρουσία του, τίποτα δεν διαδέχθηκε τη φυγή του. Ήταν σαν αυτό που λέμε στα Μαθηματικά, “singularity”. Σαν την κορφή ενός βουνού που πεισματικά στέκει μονάχη, μοναδική στο είδος της. Ίσως γιατί κι ο ίδιος συνειδητά (όχι δίχως κάποιο αίσθημα ματαιοδοξίας και αυταρέσκειας) τοποθέτησε τον εαυτό του στην κορυφή του κόσμου, έτσι που κανείς ποτέ να μη μπορέσει να δειχθεί άξιος διάδοχός του!

Ιδρυτής και μοναδικός αρχιερέας μιας θρησκείας που είχε ένα κεντρικό και μη διαπραγματεύσιμο δόγμα: την άνευ όρων λατρεία στο πρόσωπό του! Οπαδοί οι μαθητές του, που τον λάτρεψαν σαν θεό αρνούμενοι να δουν τις ανθρώπινες αδυναμίες του. Μαγεμένοι, σχεδόν υπνωτισμένοι, από τη χαρισματική του προσωπικότητα, θα μπορούσαν να δεχθούν ακόμα κι ότι ο ήλιος ανατέλλει από τη δύση, αν έτσι έλεγε ο Δάσκαλος! Αυτό που γι’ αυτούς είχε σημασία δεν ήταν τόσο το ουσιαστικό περιεχόμενο της σκέψης του, όσο ο μαγνητισμός κι η γοητεία που τους ασκούσε η εκφορά της…

Διαβάστε τη συνέχεια...

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Καλοκαίρια που έφυγαν, που φεύγουν…


Κάποτε μιλούσες για «τα καλοκαίρια». Τώρα γινήκαν τόσα πολλά που δυσκολεύεσαι πια να τα ξεχωρίσεις. Έτσι, μιλάς κάπως αόριστα για «το καλοκαίρι», σαν ένα κάδρο με μια εικόνα που μπορεί συνεχώς να μεταλλάσσεται, να μετεξελίσσεται στο χρόνο. Καμιά φορά, με ταχύτητες που δυσκολεύεσαι κι εσύ ο ίδιος να παρακολουθήσεις...

Διαβάστε τη συνέχεια...

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΒΗΜΑ - «Εγκλήματα» γνώμης και «δημοκρατικοί» δικαστές!

Υπάρχει λογική στην ποινικοποίηση της έκφρασης γνώμης σε μια δημοκρατική κοινωνία; Και, πώς η λογική αυτή συνάδει με την αυτονόητη ελευθερία του λόγου σε ένα δημοκρατικό καθεστώς;

Το ερώτημα είναι λεπτό, και η απάντηση κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη. Υπάρχει όμως ένα κριτήριο που θα μπορούσε να είναι οικουμενικά αποδεκτό και γενικά εφαρμόσιμο: Κατά πόσον η έκφραση γνώμης, άμεσα ή έμμεσα, ενθαρρύνει και συμβάλλει στην τέλεση αξιόποινων πράξεων. Για παράδειγμα, αν κάποιος εκφράσει δημόσια την πίστη του στο «δικαίωμα» στη φοροδιαφυγή, διαπράττει αξιόποινη πράξη αφού προσφέρει ηθικό έρεισμα σ’ εκείνους που παρανομούν ή σκέφτονται να παρανομήσουν. Σε ακόμα υψηλότερη βαθμίδα ηθικής βαρύτητας, ως αντιβαίνων κάθε έννοια νομιμότητας θα πρέπει να θεωρείται ο δημόσιος εγκωμιασμός εγκληματικών πράξεων. Ιδιαίτερα, μάλιστα, αν πρόκειται για εγκλήματα γενοκτονίας, όπως αυτά που διέπραξαν οι Ναζί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εκεί που δημιουργείται ουσιαστικό πρόβλημα είναι όταν ο νομοθέτης αρνείται την διαφοροποίηση ανάμεσα στη δημόσια επιδοκιμασία ενός εγκλήματος και την απλή έκφραση αμφισβήτησης για τη σπουδαιότητα, ή ακόμα και αυτή τούτη την τέλεσή του, ειδικά στην περίπτωση όπου η αμφισβήτηση αυτή αντίκειται προς τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις ή αδιάσειστες ιστορικές τεκμηριώσεις. Και, για να αναφερθούμε και πάλι σε μια χαρακτηριστική περίπτωση, πόσο αξιόποινη θα πρέπει να λογίζεται η άρνηση της ιστορικής αλήθειας του Ολοκαυτώματος;

Δεν νομίζω να υπάρχει σήμερα σοβαρός ιστορικός αναλυτής (με εξαίρεση τους αμφιλεγόμενους «αναθεωρητές» τύπου David Irving) που να θεωρεί ότι τα έξι εκατομμύρια των νεκρών του φρικτότερου μαζικού εγκλήματος της Ιστορίας υπήρξαν μόνο στη... φαντασία κάποιων σιωνιστικών κύκλων! Η δημόσια έκφραση αμφισβήτησης, λοιπόν, του Ολοκαυτώματος δεν θα έπρεπε να αποτελεί αιτία εισαγγελικής παρέμβασης, αλλά μάλλον αντικείμενο ψυχιατρικής διερεύνησης. Σε κάθε περίπτωση, η άρνηση (όχι όμως και ο εγκωμιασμός!) ενός τέτοιου ιστορικού εγκλήματος δεν είναι λογικό να ποινικοποιείται σε μια δημοκρατική κοινωνία που σέβεται την ελευθερία του λόγου και δεν βάζει φραγμούς στην έκφραση γνώμης – ακόμα κι όταν αυτή αποτελεί βιασμό του αυταπόδεικτου!

Με την ανάπτυξη του Διαδικτύου, ο ίδιος ο κυβερνοχώρος (τοπικός και παγκόσμιος) έγινε ένα απέραντο λαϊκό δικαστήριο. Και προεξάρχουσα θέση στις εκδικαζόμενες υποθέσεις κατέχουν τα «εγκλήματα γνώμης», όπου η έννοια του «εγκλήματος» διαμορφώνεται κατά το δοκούν, ανάλογα με τις ιδεοληψίες των χρηστών. Η φύση της διακινούμενης πληροφορίας, μάλιστα, δίνει την δυνατότητα στους «δικαστές», αν το επιθυμούν, να κρύβουν τα πρόσωπά τους είτε μέσω ανωνυμίας, είτε με χρήση πλασματικής ταυτότητας – ένα είδος de facto νομιμοποίησης της εκ του ασφαλούς δημόσιας ύβρεως και της συκοφαντίας, και μια επίφαση φιλελευθεροποίησης μέσω ενθάρρυνσης της θρασυδειλίας!

Στα καθ’ ημάς, ένα πεδίο σφοδρής ιδεολογικής αντιπαράθεσης στο Διαδίκτυο είναι το περιβόητο μνημόνιο. Για την ακρίβεια, η υποκειμενική αντίληψη του κατά πόσον αυτό ήταν ή όχι μια αναγκαία επιλογή για την αποφυγή της χρεοκοπίας της χώρας. Η σύγκρουση γνώμης είναι εδώ άνιση, αφού ο ρόλος του «εισαγγελέως» σχεδόν μονοπωλείται από την «αντιμνημονιακή» σχολή σκέψης – στην οποία, ασφαλώς, έχουν εξ ορισμού προσχωρήσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία φυσικό είναι να επιδιώκουν να κεφαλαιοποιήσουν την αγανάκτηση των πολιτών που υποφέρουν από τις συνέπειες των σκληρών προϋποθέσεων του μνημονίου.

Η αγριότητα της κριτικής (διανθισμένης ενίοτε με ακραία υβριστικούς χαρακτηρισμούς) συχνά τρομάζει και παραπέμπει στις πιο σκοτεινές εμφυλιοπολεμικές περιόδους της Ιστορίας του τόπου. Οι τολμούντες να αποκλίνουν από την αντιμνημονιακή γραμμή αντιμετωπίζονται ως εθνικοί μειοδότες και παρομοιάζονται με τους δωσίλογους που συνεργάστηκαν επί Κατοχής με τον Γερμανό κατακτητή! Το επίπεδο του διαλόγου συχνά παραπέμπει σε κερκίδες γηπέδων, με επιπρόσθετη μάλιστα αγριότητα αν αναλογιστεί κανείς ότι το διακύβευμα αφορά κατά κύριο λόγο την ίδια την επιβίωση (για να μην αναφερθούμε στην ευτελέστερη εκδοχή της διατήρησης κεκτημένων...).

Αυτό που φαντάζει οξύμωρο είναι το γεγονός ότι σ’ αυτή τη βίαιη προσπάθεια άτυπης ποινικοποίησης, και τελικά φίμωσης, της αλλότριας γνώμης πρωτοστατούν πολιτικοί χώροι που αρέσκονται να αυτοπροσδιορίζονται ως «δημοκρατικοί» και «προοδευτικοί». Δυνάμεις που συχνά καταφεύγουν στην εύκολη και φθηνή – συχνά μάλιστα κι εμπρηστική – συνθηματολογία του λαϊκισμού, αντί της σοβαρής επιχειρηματολογίας που απαιτεί η υπεύθυνη πολιτική...

Για το αν το μνημόνιο ήταν ή όχι σωστή επιλογή, δεν είμαι σε θέση να εκφέρω γνώμη (εξάλλου, ακόμα και διαπρεπείς ξένοι οικονομολόγοι διαφωνούν μεταξύ τους πάνω σ’ αυτό το θέμα!). Το μόνο που γνωρίζω είναι η αυταπόδεικτη αλήθεια πως έχει φέρει απέραντη δυστυχία στους Έλληνες – χωρίς να βλέπω, εν τούτοις, ποια άλλη λύση θα τους έκανε ευτυχέστερους (ή, για την ακρίβεια, λιγότερο δυστυχείς). Αυτό που σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αμφισβητείται, αν θέλουμε να λεγόμαστε δημοκρατική κοινωνία, είναι το δικαίωμα κάποιων να έχουν αντίθετη άποψη επί του θέματος από τη δική μας και να την εκφράζουν ελεύθερα, χωρίς να εισπράττουν χυδαίες ύβρεις και να υφίστανται δημόσιους εξευτελισμούς!

Όμοια, η επίμονη αμφισβήτηση ιστορικά τεκμηριωμένων εγκλημάτων γενοκτονίας είναι σήμερα υπόθεση των ανοήτων, των απαίδευτων και των ρατσιστών. Ουδείς, εν τούτοις, μπορεί να στερήσει απ’ όλους αυτούς το δικαίωμα να αρνούνται δημόσια τις πλέον αυταπόδεικτες αλήθειες, αν έτσι επιθυμούν. Πόσο μάλλον αξιώνοντας να καθίσταται η άρνησή τους αυτή αξιόποινη πράξη! Κάτι τέτοιο αντίκειται προς τις ίδιες τις αρχές της Δημοκρατίας – του πολιτεύματος που στέκει πάντα ως αντίπαλο δέος καθεστώτων σαν εκείνο που ευθύνεται για το Ολοκαύτωμα...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΒΗΜΑ - Η οργή του Αλέξη Τσίπρα

Η ιστορική συγκυρία και οι επιλεκτικές ευαισθησίες ενός πολιτικού

Της Λώρης Κέζα

Δεν ξέρουμε αν ο Αλέξης Τσίπρας ακκίζεται με τα μέσα ενημέρωσης στο πλαίσιο μιας στρατηγικής ή αν ο χαρακτήρας του είναι τέτοιος, αν δηλαδή δεν μπορεί να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του όταν οι δημοσιογραφικές ερωτήσεις τον στριμώχνουν. Υπάρχουν, όμως, δεδομένα από τα οποία, αν τα παραθέσουμε, προκύπτουν συμπεράσματα. Πριν από λίγες ημέρες ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδιωξε από το γραφείο του τον ανταποκριτή της γερμανικής εφημερίδας «Frankfurter Allgemeine Zeitung», ο οποίος έθεσε ερωτήματα βασισμένα σε παλιότερες δηλώσεις του. Οι ερωτήσεις δεν ήταν οι προσήκουσες, οι βολικές, και η συνομιλία κράτησε μόλις 8 λεπτά.

Ο Αλέξης Τσίπρας έχει εκφράσει ξεκάθαρα τις απόψεις του για τα media, τουλάχιστον για τα εγχώρια. Προεκλογικά στηλίτευσε τη «μαφία της οικονομικής, επιχειρηματικής, μιντιακής ολιγαρχίας», η οποία συνεργάστηκε με το χρεoκοπημένο πολιτικό σύστημα. Στο προεκλογικό επιτελείο του ενέταξε χωρίς ενδοιασμούς ιστορικό στέλεχος της «μαφίας», δηλαδή του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη. Κι ενώ από τα μπαλκόνια συνέχισε να υβρίζει τους εφημεριδάρχες, έκανε επισκέψεις αβρότητας στα γραφεία τους. Πήγε, δηλαδή, να δει από κοντά πώς είναι οι «νονοί». Θέλησε, έστω και για λίγο, να τα έχει καλά μαζί τους, στο πλαίσιο ενός «προγράμματος επαφών».

Η σχέση του με τα μέσα ενημέρωσης είναι ενδεικτική μιας στρατηγικής πολιτικού που θέλει να αυξήσει το κοινό του, να πιάσει τη μεγάλη μάζα χωρίς να προδώσει το επαναστατικό προφίλ του. Με την ίδια λογική, στηρίζει όλους ανεξαιρέτως τους δημοσίους υπαλλήλους, ως έρμαια του πολιτικού συστήματος, χωρίς να βάζει κανέναν όρο για την παραγωγικότητα, χωρίς να προτείνει ελέγχους κοπανατζήδων, χωρίς να στηρίζει εκείνους που επελέγησαν με διαγωνισμό. Εφτασε στο σημείο να συντάσσεται με τους υπαλλήλους της Βουλής, με εκείνους που προσελήφθησαν πλαγίως επειδή διέθεταν κάποια γνωριμία με το σύστημα της πολιτικής διαπλοκής. Του φάνηκε, λοιπόν, ηθικό και σωστό, όπως φάνηκε σωστό στον Πάνο Καμμένο, να μείνουν στις θέσεις τους οι σημαιοφόροι του ρουσφετιού. Δεν είχε καν τη λεπτότητα να προτείνει κατάργηση των κρυφών μισθολογικών προνομίων.

Την ίδια γενναιοδωρία έδειξε ο Αλέξης Τσίπρας και στα ποντίκια τα οποία πήδηξαν από το κυβερνητικό σκάφος που βουλιάζει. Πρώην βουλευτές, κομματάρχες, αφισοκολλητές που στήριξαν με πάθος κυβερνήσεις του παρελθόντος εναγκαλίστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ ωσάν να μην είχαν παρελθόν. Οι Φωτόπουλοι βρήκαν νέο ρόλο, πάντα όμως σε σενάριο γραμμένο από λαοπλάνους. Καμία νύξη για το παρελθόν, καμία νύξη για εκατομμύρια ευρώ που χάθηκαν ή τα έφαγαν οι συνδικαλιστές για να κάνουν διακοπές σε πολυτελή ξενοδοχεία – τάχα μου ζύμωση για τον αγώνα. Αυτά τα εκατομμύρια, που ελέγχονται τώρα, και μάλιστα ποινικά, θεωρούνται το ψίχουλο που έπεσε από το τραπέζι της πλουτοκρατίας. Δεν λογίζονται οι συνδικαλιστές ως «προνομιούχοι».

Ενα ακόμη δείγμα πολιτικής στάσης αντλείται από τις θέσεις του Αλέξη Τσίπρα στο ζήτημα της διαχείρισης απορριμμάτων στην Ανατολική Αττική. Η τοποθέτηση ήταν σαφής: υπάρχει ένας εργολάβος, μέρος της «ολιγαρχίας», ο οποίος ανέλαβε την κατασκευή ενός χώρου υγειονομικής ταφής των σκουπιδιών. Το έργο πήρε τη μορφή ταξικού εχθρού. Οι κάτοικοι της Κερατέας, με τα αυθαίρετα και τις καταπατήσεις, δικαιώθηκαν από τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ που είδε κάτι επαναστατικό στην υπόθεση. Φαίνεται ότι είναι καλύτερες οι ανοιχτές χωματερές ή η αποστολή των σκουπιδιών εκεί όπου ζουν οι παρίες, στη Δυτική Αττική.

Ο Αλέξης Τσίπρας αντιμετωπίζει τον μέσο Ελληνα ως θύμα της ιστορικής συγκυρίας, ως έρμαιο της πολιτικής κατάστασης. Τα πάντα αποτελούν λαϊκό δικαίωμα. Για τον εαυτό του ο Αλέξης Τσίπρας επιλέγει το λαϊκό δικαίωμα της τρυφερής συνέντευξης. Ποτέ δεν σηκώθηκε να φύγει από συνομιλία όταν τον ρωτούσαν τι ομάδα είναι ούτε έκανε παρατήρηση σε δημοσιογράφο για «ελαφριές» ερωτήσεις. Στα δύσκολα, όμως, όταν ανασύρουν αντιφατικές δηλώσεις από το παρελθόν, εξανίσταται. Θύμωσε με τον γερμανό δημοσιογράφο, παρ’ ότι στάθηκε στην ουσία των εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ. Καλύτερα, δηλαδή, να τον ρωτούσε ο άνθρωπος κάτι για τη Ναόμι Κλαιν, την οποία ο αρχηγός της Αριστεράς μπερδεύει με τη Ναόμι Κάμπελ.

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ