Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Μνημόνια και ρουσφέτια

Άρθρο του Θανάση Γκότοβου, αληθινή μαχαιριά στον κυνισμό της εποχής!

Έχει κανείς συχνά την αίσθηση στη χώρα αυτή ότι φτάσαμε στο σημείο να αρνούμαστε πεισματικά το προφανές: ότι η συνταγή που έχουν εκπονήσει και επιβάλει οι δανειστές της χώρας, προκειμένου να τη «σώσουν», περιέχει κατ’ ανάγκην ιδεολογία, συνεπώς ούτε αντικειμενική είναι, ούτε αναπόφευκτη. Και να πιστεύουμε ότι μόνο η κριτική και η αντίθεση απέναντι σ’ αυτό που συντελείται εδώ και τέσσερα χρόνια έχει ιδεολογική φόρτιση: είναι μαρξιστική, εθνικιστική, λαϊκιστική κλπ.

Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, όταν δεν πρόκειται να τα βάλουν εκείνοι των οποίων οι αφηγήσεις είναι – και δεν μπορεί παρά να είναι – ιδιοτελείς.

Το πώς οφείλει στο εξής να είναι δομημένο και να λειτουργεί το οικονομικό μοντέλο «Ελλάς» – για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της Γερμανίδας καγκελαρίου για την Κύπρο – δεν καθορίζεται στην Ελλάδα, από Έλληνες πολιτικούς και πολίτες. Οι τελευταίοι μπορούν να εγκρίνουν ή όχι, και μάλιστα σε χρόνο που επιλέγουν άλλοι, αυτό το μοντέλο υπό τη δαμόκλειο σπάθη της άτακτης χρεοκοπίας. Αλλά μέχρι εκεί. Δυνατότητα επινόησης ή μεταφοράς άλλου διαχειριστικού προτύπου δεν προβλέπεται από τους πιστωτές, ακόμη και αν η χώρα διέθετε σαφή πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο – που δεν φαίνεται προς το παρόν να διαθέτει.

Το πώς θα αντιδρούσαν οι δανειστές, και συγκεκριμένα οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν υπήρχε αυτή η βούληση, δεν το γνωρίζουμε. Άλλωστε το ενδεχόμενο να αναγκαστούν, λόγω πολιτικών ανατροπών στην Ελλάδα, να σχεδιάσουν και να πραγματώσουν μια τέτοια αντίδραση, παραμένει κατά την άποψή τους μακρινό, παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης και της διαχείρισής της στον πληθυσμό.

Το οικονομικό μοντέλο «Ελλάς», έτσι όπως το φαντάζονται οι χρηματαγορές και ο κυρίαρχος, πλέον, στην Ευρωπαϊκή Ένωση γερμανικός οικονομικός εθνικισμός, είναι εφαρμογή της πιο επιθετικής οικονομικής ιδεολογίας που έζησε η Ευρώπη τα τελευταία εβδομήντα χρόνια: του μεταδιπολικού οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Κατανοώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν αυτό το μοντέλο ως ευλογία, όταν η εφαρμογή του ενισχύει και υπηρετεί τα ταξικά (κανονικά θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω το επίθετο που προέρχεται από το ουσιαστικό «κάστα», αν υπήρχε) συμφέροντα. Όπως, όμως, κατανοώ ότι υπάρχουν άνθρωποι, πολύ περισσότεροι, που το βλέπουν σαν κατάρα, και που προσπαθούν να αντισταθούν σ’ αυτό όχι για να πλουτίσουν ή να κάνουν καριέρα, αλλά για να επιβιώσουν. Διότι ο τρέχων νεοφιλελευθερισμός δεν προβλέπει ούτε βιολογική, ούτε – πολύ περισσότερο – οικονομική επιβίωση για όλους, παρά μόνο για όσους αντέξουν τον ανταγωνισμό.

Και εδώ αρχίζει το πρόβλημα της κοινωνικής συνοχής. Ο νεοφιλελευθερισμός εξ ορισμού διχάζει την κοινωνία. Και τη διχάζει ακόμη περισσότερο, όταν συνδυάζεται με τον πελατειακό χαρακτήρα του κράτους, με την ευνοιοκρατία. Όταν το νεοφιλελεύθερο κράτος συνυπάρχει με το παρακράτος του κόμματος στη δημόσια διοίκηση, το κοινωνικό ρήγμα γίνεται αγεφύρωτο.

«Alle gleich, alle gleich!» («Όλοι το ίδιο»), φώναζε ο Rubenstein περπατώντας στους δρόμους του γκέτο της Βαρσοβίας, μας πληροφορεί ο Gustavo Corni. Ο ιδιόρρυθμος νεαρός ζητιάνος ήθελε να πει ότι οι διακρίσεις μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών, των μορφωμένων και των απαίδευτων, των κανονικών και των αποκλινόντων Εβραίων είχαν πάψει, πλέον, να υφίστανται με την ίδρυση του Γκέτο. Η ίδια συνθήκη – η συνθήκη του Γκέτο – ίσχυε για όλους, πλούσιους και φτωχούς. Είχε και δεν είχε δίκιο ο Rubenstein. Γιατί στο Γκέτο υπήρξε εξίσωση, αλλά και μεγάλες κοινωνικές διαφορές ταυτόχρονα.

Ο διχασμός της σημερινής ελληνικής κοινωνίας δεν αφορά αποκλειστικά τα στρατόπεδα «Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο», δηλαδή νεοφιλελεύθερη vs σοσιαλδημοκρατική ή σοσιαλιστική οικονομία. Δεν αφορά μόνο το δίπολο «παγκοσμιοποίηση vs εθνική παράδοση και ταυτότητα». Δεν αφορά τόσο το δίπολο «Δεξιά-Αριστερά». Αφορά, κυρίως, τη διχοτόμηση της κοινωνίας εξ αιτίας της τύχης που επιφυλάσσουν οι κυβερνώσες ελίτ στους πολίτες, εξ αιτίας της διαφορικής μεταχείρισης, της παροχής εύνοιας στους μεν και εφαρμογής – γνήσιας ή καταχρηστικής – του (έκτακτου) νόμου στους δε.

Ο διχασμός αυτός τρέφεται από το καθιερωμένο και ανθεκτικό στην κρίση δόγμα ότι σε όλα τα επίπεδα το κόμμα είναι πάνω από τη διοίκηση. Έτσι υπάρχει η βούληση του κόμματος ως αυτοτελής υπερκείμενη βούληση, η οποία επιβάλλεται στη θεσμικά προσδιορισμένη βούληση της διοίκησης, δηλαδή στη βούληση του νομοθέτη. Η ανομία στη χώρα αυτή, εδώ και δεκαετίες, δεν ξεκινά ούτε τελειώνει με τις καταλήψεις των μαθητών και των φοιτητών.

Ξεκινά με την αόρατη κατάληψη της διοίκησης από τους κομματικούς κομισάριους. Μια κατάληψη χωρίς πανό και συνθήματα, χωρίς τα καθιερωμένα σύμβολα της εξέγερσης. Αβρή στη μορφή, αλλά σκληρή στην ουσία: η βούληση του κομματικού μηχανισμού πρέπει να γίνει πράξη, πέραν τούτου ουδέν. Η διαπραγμάτευση, αν χρειάζεται, αφορά το πώς, όχι το εάν.

Ας δούμε ορισμένα ρεαλιστικά παραδείγματα για να το εμπεδώσουμε καλύτερα:

Φανταστείτε τον εαυτό σας σε κάποιο διοικητικό πόστο, π.χ. στο υπουργείο Παιδείας. Υποτίθεται ότι υπάρχουν διοικητικοί κανόνες που πρέπει να τηρήσετε όταν υπογράφετε. Εμφανίζεται τότε κάποιος τύπος μπροστά σας και δηλώνει ότι είναι σύμβουλος της ηγεσίας, άτυπος εννοείται. Στην πραγματικότητα είναι κομματικός κομισάριος, φορέας της βούλησης του μηχανισμού ο οποίος υπάρχει, κυρίως, για τη διαχείριση του τομέα της εύνοιας προς τους ημετέρους. Και σας λέει να ετοιμάσετε την απόσπαση του τάδε προσώπου που πρέπει να γίνει σύμβουλος στο Μόναχο, όπου το επιμίσθιο είναι υψηλό, νηπιαγωγός στο Βούπερταλ όπου όμως υπάρχουν ήδη αρκετοί νηπιαγωγοί για τα πέντε νήπια, ή γυμναστής στη Σουηδία για…σουηδική γυμναστική στους Ελληνόπαιδες.

Η αρχή «δάνειο έναντι μεταρρυθμίσεων» μεταφράζεται εδώ στην αντίστοιχη «ρουσφέτι αντί υποχρέωσης για κομματική αφοσίωση». Εάν ο υπάλληλος – δηλαδή εσείς – είναι δύστροπος, απειλείται ότι μπορεί να πάει σε άλλο πόστο, διότι δεν συνεργάζεται αρμονικά με τον φορέα της βούλησης της ηγεσίας και δημιουργεί προσκόμματα στη διοίκηση. Εάν είναι ξεροκέφαλος και επιμένει να είναι προσηλωμένος στο νόμο, ενδέχεται να του έρθει την ίδια μέρα non paper – όχι πρωτοκολλημένο έγγραφο, γιατί αυτό δύσκολα εξαφανίζεται – από υπερκείμενο γραφείο που να λέει ότι οι υπάλληλοι οφείλουν γενικώς να συνεργάζονται με τους συμβούλους και να υπογράφουν ότι τους ζητείται. Η πίεση στους ευόρκως εργαζομένους υπαλλήλους να γίνουν επίορκοι για να υπηρετήσουν το κόμμα, είναι μεγάλη.

Ορισμένοι υποκύπτουν, για να μην έχουν μπελάδες βραχυπρόθεσμα, ελπίζοντας ότι δεν θα γίνει κάποιο ατύχημα μακροπρόθεσμα. Άλλοι ανθίστανται, για να μην έχουν μπελάδες στο μέλλον, αν γίνει κάποιος έλεγχος που θα τους καταστήσει, ως υπογράφοντες, αποκλειστικά υπευθύνους. Άλλοι αντιστέκονται απλά για λόγους αρχής. Υπάρχουν ακόμη ρομαντικοί υπάλληλοι στη διοίκηση, όσο παράξενο κι αν φαίνεται.

Ο διπλός διχασμός – διαίρεση προυχόντων/πληβείων συν διαίρεση ημετέρων/ξένων – είναι πιθανό να οδηγήσει κάποια στιγμή σε κοινωνική έκρηξη. Όχι, ίσως, όπως την ξέρουμε από τα βιβλία, με βίαια επεισόδια και καταστροφές, αλλά με αντικατάσταση της μεταπολιτευτικής ελίτ από μία άλλη, μέσω της κατάρρευσης των πολιτικών φορέων που μέχρι χθες την υποβάσταζαν. Η συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να μείνει η μόνη πολιτική συρρίκνωση που θα ζήσει η χώρα. Ούτε μπορεί να βοηθήσει περισσότερο από ό,τι ήδη έκανε ο Κορυδαλλός ως από μηχανής θεός.

Ο πολιτικός σεισμός θα έρθει, πιθανότατα, όταν γίνουν εθνικές εκλογές και μέσω αυτών η αξιολόγηση των ελίτ. Τι θα ακολουθήσει μετά, κανείς δεν γνωρίζει. Αλλά ο φόβος του άγνωστου δεν φαίνεται να συγκρατεί πλέον την οργή του πολίτη, όταν η οργή και η απόγνωση μετασχηματιστούν σε απέχθεια και αηδία για τους εκπροσώπους ενός παλαιού κόσμου που θεωρεί υπεύθυνους για την εξαθλίωσή του. Αν ο φόβος αυτός ήταν μέχρι τώρα ο καλύτερος σύμμαχος των πραγματιστών της ελίτ, με την απώλεια του φόβου οι διαχειριστές της μετάβασης έχουν χάσει έναν πολύτιμο βοηθό. Ούτε «ελιές», ούτε άλλα ειρηνικά σχήματα μπορούν να προλάβουν το τρένο των παραδοσιακών συμμαχιών που έχει φύγει. Και η Ευρώπη δεν πρόκειται να στείλει νέο τρένο, περί άλλων μεριμνά και τυρβάζει.

Γιατί η Ευρώπη της μεταδιπολικής εποχής, της εποχής της Ενωμένης Γερμανίας, είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που ξέραμε και στην οποία πιστέψαμε. Τι άλλο βιώνουμε σήμερα παρά μια Ευρώπη ανίκανη απέναντι στο παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο, όπου το πιο «τολμηρό» που μπορεί να κάνει είναι να ταπεινώσει έναν Έλληνα πρωθυπουργό με χυδαίες εκφράσεις επειδή ζητά να εκφραστεί σε «λάθος στιγμή» η γνώμη του λαού. Μια Ευρώπη που ψηφίζει αντιρατσιστικούς νόμους που απαγορεύουν τη δημόσια έκφραση, όταν αυτή είναι «λαθεμένη», αλλά που ταυτόχρονα κατακρίνει τους πιστούς του Ισλάμ στην Ευρώπη όταν εκείνοι ζητούν το ίδιο: να απαγορεύεται η «λαθεμένη» γνώμη – π.χ. με τα σκίτσα – για τον προφήτη.

Μια Ευρώπη που μιλά – χωρίς να μπορεί να πείθει – για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αλλά που την ίδια στιγμή αφήνει ανυπεράσπιστο τον άνθρωπο απέναντι στις ορέξεις των οργανωμένων κανιβάλων των «αγορών». Ζούμε εν ολίγοις μια Ευρώπη αξιοθρήνητη και αναξιόπιστη που πολύ δύσκολα μπορείς να συμπαθήσεις. Προς τι, λοιπόν, ο υποκριτικός κοπετός για την επικείμενη άνοδο της εθνικιστικής Δεξιάς στις επόμενες ευρωεκλογές σε μια τέτοια Ευρώπη; Είναι δυνατόν να διαμαρτύρονται για το φαινόμενο εκείνοι που εξ αντικειμένου έχουν καταστεί με τις πολιτικές τους οι βασικοί του αρωγοί;

Πηγή: Aixmi.gr


Σχόλιο Aekphile:

Το ανάρτησα στο F/B, στη σελίδα των παραγωγών σκληρά νεο-φιλελεύθερης εκπομπής του "Αθήνα 984" (της οποίας, ως δημότης Αθηναίων, εκών-άκων είμαι χορηγός), με το ακόλουθο συνοδευτικό σχόλιο:

«Προς όλους όσους ομνύουν στην κυνική δικτατορία των αγορών που κονιορτοποιεί, χλευάζοντας, κάθε απομεινάρι της έννοιας «άνθρωπος»: Θα βρεθεί ΕΝΑΣ να αρθρώσει πειστικό αντίλογο σε σκέψεις σαν τις παρακάτω; Για να ηρεμήσει λίγο κι η ψυχή μας – όση έχει απομείνει, τελοσπάντων…»

Σημειώνω (χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία) ότι οι παραγωγοί της εκπομπής είναι οπαδοί της ΑΕΚ...

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Με το ρεύμα κομμένο...


"Για το πρώτο εξάμηνο του 2013, οι διακοπές ρεύματος λόγω χρέους έφθασαν τις 173.000, ενώ το 2012 ήταν στο σύνολό τους 325.000. Σύμφωνα με την εταιρεία, στο 60% των περιπτώσεων, η επανασύνδεση του ρεύματος γίνεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ στο 30% των αποκοπών δεν γίνεται επανασύνδεση καθώς πρόκειται για περιπτώσεις ακινήτων, που δεν χρησιμοποιούνται πλέον από τους ιδιοκτήτες τους..."

Ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ από την δημοσιογράφο του MEGA, Βίκυ Κατεχάκη.

Δείτε το video

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Ρατσισμός: Καλώς τον τιμωρούμε. Μήπως πρέπει και να τον ορίσουμε;

Μεγάλη συζήτηση γίνεται τις μέρες αυτές και πάλι για τον αντιρατσιστικό νόμο. Δηλώνω ευθύς εξαρχής (προς αποφυγή παρερμηνείας των προθέσεών μου) ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου νόμου είναι αναγκαία, τόσο για λόγους αμιγώς ηθικούς, όσο και για λόγους συμβατότητας με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αν όμως κάποιος θέλει να εξετάσει το θέμα του ρατσισμού δίχως το φίλτρο μιας (απόλυτα κατανοητής) ηθικολογίας, θα πρέπει να αναρωτηθεί αν αυτή τούτη η έννοια βάσει της οποίας στοιχειοθετείται μια αξιόποινη πράξη, είναι καλώς και πλήρως καθορισμένη. Με άλλα λόγια, ίσως ο ρατσισμός θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικότερα από καθαρά εννοιολογική άποψη, προτού η Δικαιοσύνη εκδώσει αδιάτρητες και μη αμφισβητήσιμες ετυμηγορίες για πράξεις, υποτίθεται, ρατσιστικές.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απλά και μόνο μια απόπειρα εννοιολογικής προσέγγισης στον ρατσισμό. Μια προσπάθεια εύρεσης, δηλαδή, ενός κοινά αποδεκτού εννοιολογικού πλαισίου – πέραν αυτού που μας υποδεικνύουν τα λεξικά – βάσει του οποίου θα μπορούσε κάποιος να κρίνει, κατά το δυνατόν αντικειμενικά, αν μια δοσμένη συμπεριφορά είναι ή όχι ρατσιστική...

Διαβάστε τη συνέχεια...

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Πολιτικοί διάλογοι στο δελτίο των «οκτώ»


– Απατεώνες! Αφού τα φάγατε καλά-καλά, πήγατε μετά και μας φέρατε τα μνημόνια!

– Τι λες, ρε γελοίο υποκείμενο; Για ρώτα τον αρχηγό σου τον καραγκιόζη, να σου πει πού θα τα εύρισκε αυτός!

– (Φωνή από το βάθος του στούντιο, ψιθυριστά:) Κάν’ τους σινιάλο να κρατήσουν λίγο ακόμα τον καυγά. Θέλουμε δύο λεπτά ως τις διαφημίσεις!


Aixmi.gr

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Η πεταλούδα και το κουλούρι (μια απλή ιστορία)

* Το μικρό αυτό αλληγορικό διήγημα που παρουσιάζεται, σε αναθεωρημένη έκδοση, στο αναγνωστικό κοινό του Aixmi.gr, πρωτοδημοσιεύθηκε σε ηλεκτρονική μορφή στην (παλιά) «Ελευθεροτυπία» και στο «Βήμα». Γράφτηκε σε μια εποχή που ο τόπος αυτός είχε μόλις αρχίσει να αποτελεί αποδιοπομπαίο τράγο της Ευρώπης και αγαπημένο θέμα αισχρής σάτιρας ποικίλων γερμανικών εντύπων και τηλεοπτικών διαύλων. Το ερώτημα πίσω από την αλληγορία ήταν απλό και εφιαλτικό: Πόσο θα άντεχε το μπαλόνι της κοινωνικής αγανάκτησης πριν εκραγεί από κάποιο «τυχαίο» γεγονός; Με την εκ των υστέρων σοφία, γνωρίζουμε τώρα πως το μπαλόνι, νικημένο από την εξάντληση και τον συμβιβασμό, ξεφούσκωσε χωρίς ποτέ να σπάσει…

Η τηλεόραση κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να τραβήξει την κουρασμένη προσοχή μου με ανακοινώσεις νέων επώδυνων οικονομικών μέτρων, με σενάρια εθνικών καταστροφών και με αναπαραγωγή δηλώσεων διεθνών πολιτικών παραγόντων που δοκίμαζαν τα όρια της αντοχής του ελληνικού μου φιλότιμου και του αισθήματος της εθνικής μου αξιοπρέπειας. Έξω στο δρόμο, άνθρωποι σκυφτοί… Θαρρείς απόλυτα υποταγμένοι πια στη μοίρα τους, συμβιβασμένοι ακόμα και με την ιδέα του επικείμενου αφανισμού τους, για τον οποίο τους είχαν πείσει πως αυτοί και μόνο ήταν υπεύθυνοι…

Σκέφτηκα, πόσο ακόμα θ’ αντέξει το μπαλόνι την πίεση της καρφίτσας που επίμονα το πολιορκεί; Πότε άραγε θα τινάξει τα φτερά της η πεταλούδα της «θεωρίας του χάους», να προκαλέσει καταιγίδα κι ανεμοστρόβιλο που θα ισοπεδώσουν τον βολικό μας μικρόκοσμο που τόσο είχαμε νομίσει ακλόνητο; Πότε θα γίνει το κακό, το φονικό «δι’ ασήμαντον αφορμήν», όπως έλεγαν παλιά στα δικαστήρια και στις εφημερίδες, και ποια θα είναι η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι; Θυμήθηκα τότε μια ιστορία που είχα ακούσει χρόνια πριν, για ένα κουλούρι που είχε παίξει τον ρόλο της «πεταλούδας» σε μια οικογενειακή τραγωδία…

Η οικογένεια φτωχή, τέσσερις άνθρωποι στοιβαγμένοι στα λίγα τετραγωνικά ενός υπόγειου μιας πολυκατοικίας στην οποία ο πατέρας δούλευε σαν θυρωρός και η μητέρα σαν καθαρίστρια. Ο Νίκος (ας τον ονομάσουμε έτσι) έκανε όνειρα για σπουδές, για μια καλή θέση στην κοινωνία μακριά απ’ τη μιζέρια που ήξερε, για μια ευτυχισμένη ζωή πλάι στην κοπέλα που τον λάτρευε…

Τα χρόνια εκείνα, όμως, δεν ήταν επιτρεπτό να φτιάξει τη ζωή του ο αδελφός προτού «αποκαταστήσει» την αδελφή του. Την αδελφή του Νίκου την ζήτησε ένας υδραυλικός. Καλό παιδί, μα ήθελε κι αυτός το κάτι τι του για να ξεκινήσει μια δική του δουλειά, χωρίς αφεντικό να του φωνάζει συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι. Ο πατέρας και η μάνα έπεσαν στα πόδια του: «Νίκο μου, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις τώρα. Να φτιάξουμε την προίκα της, και μετά έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου!»

Με καρδιά βαριά από το αίσθημα του χρέους και τη θλίψη για όσα θα έπρεπε ν’ αφήσει πίσω, αποχαιρέτησε την αγαπημένη του που του ορκίστηκε πως θα τον περιμένει όσο χρειαστεί, και κίνησε για μια ξένη χώρα, εργάτης στα ορυχεία. Δούλεψε για χρόνια σκληρά, και τον μισθό – που ήταν καλός – τον έστελνε πάντα σπίτι. Μέχρι που κάποια στιγμή αρρώστησε σοβαρά από τη σκόνη και την υγρασία, και οι γιατροί τού είπαν πως θα ‘πρεπε να σταματήσει…

Αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Άλλωστε, είχε ήδη στείλει αρκετά χρήματα για να κάνει την προίκα η αδελφή του, που ζούσε τώρα με τον άντρα και τα παιδιά της σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα πάνω ακριβώς από το μοντέρνο κατάστημα ειδών υγιεινής που είχαν ανοίξει. Αυτός όμως είχε καταφέρει μέσα σ’ αυτά τα χρόνια να βάλει λίγα λεφτά στην άκρη, για να ξεκινήσει και τη δική του ζωή με τη γυναίκα που τον περίμενε καρτερικά, στα μαλλιά της οποίας – όπως και στα δικά του – είχαν κάνει την εμφάνισή τους οι πρώτες άσπρες τρίχες…

Μα η άτιμη η ζωή αλλιώς τα λογαριάζει! Ο γαμπρός είχε ξανοιχτεί πολύ στην αγορά, παίρνοντας δάνεια που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει. Είχε ακούσει και κάτι φίλους που τον «έψηναν» καιρό για το Χρηματιστήριο… Τώρα η τράπεζα απειλούσε να τους πάρει το σπίτι. Και μέσα σ’ όλα αυτά, οι σχέσεις του ζευγαριού δεν πήγαιναν καλά (λέγαν πως εκείνος κάποιαν έβλεπε τα Σαββατοκύριακα που πήγαινε μόνος εκδρομές…). Οι γονείς, γέροι και μικροσυνταξιούχοι πια, έπεσαν πάλι στα πόδια του: «Νίκο μου, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις. Κι αν όχι για την αδελφή σου, κάντο για τ’ ανίψια σου, που θα μείνουν στο δρόμο και δίχως πατέρα!»

Κι εκείνος, πειθήνιο πάντα όργανο της οικογενειακής ηθικής, άνοιξε αδιαμαρτύρητα το σεντούκι κι έβγαλε από μέσα τις τελευταίες, πολύτιμες οικονομίες του. Πράγμα που σήμανε και το οριστικό τέλος των δικών του ονείρων, αφού η γλυκιά και καρτερική αιώνια μνηστή του δεν άντεξε άλλο στην πίεση της οικογένειάς της και είπε απρόθυμα το «ναι» σε μια καλή πρόταση…

Τώρα πια συντηρούσε τον εαυτό του κάνοντας τον θυρωρό στην ίδια πολυκατοικία που μεγάλωσε, ζώντας μαζί με τους γέρους στο ίδιο πάντα υπόγειο. Η μεγαλύτερη – ίσως κι η μοναδική – χαρά της μέρας του ήταν όταν ξεπρόβαλλε το πρωί στην είσοδο ο κουλουράς, να του αφήσει για δυο δραχμές το καθημερινό του κουλούρι που θα το απολάμβανε λίγο-λίγο στη βάρδια. Εκείνη τη μέρα, όμως, είπε να το φυλάξει για το απόγευμα, με τον καφέ. Το τύλιξε προσεχτικά σε μια πετσέτα, και το ακούμπησε τελετουργικά στο τραπέζι της κουζίνας…

Γυρνώντας στο σπίτι το απόγευμα, είδε πως έλειπε απ’ το τραπέζι το πολύτιμο κουλούρι. Στις φωνές του απάντησε η μάνα του: «Τι κάνεις έτσι; Πέρασε η μικρή, το είδε και το ήθελε. Τι να ‘λεγα, μαλώνει ο θείος; Άντε, τράβα στο φούρνο να πάρεις άλλο. Πω-πω, ούτε του αγγέλου σου νερό δεν δίνεις!»

Θόλωσε το μυαλό του! Άνοιξε το συρτάρι της κουζίνας και πήρε το μεγάλο, το κοφτερό μαχαίρι. Πρώτη έπεσε η μάνα. Μετά ο πατέρας που μόλις γύριζε απ’ το καφενείο. Λίγο αργότερα χτύπησε το κουδούνι στο διαμέρισμα της αδελφής του. Εκείνη την ώρα ήταν όλοι μέσα…

Στο δικαστήριο, ο εισαγγελέας ήταν καταπέλτης καθώς μιλούσε για ένα αποτρόπαιο μαζικό έγκλημα «δι’ ασήμαντον αφορμήν». Στο τέλος, ο κατηγορούμενος κλήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, εξηγώντας την πράξη του. Τότε εκείνος, με ένα παιδικό παράπονο στη φωνή και λίγο πριν ξεσπάσει σε υστερικό κλάμα, πρόλαβε να αρθρώσει μόνο μια φράση: «Μου πήραν το κουλούρι!»

Η ιστορία αυτή, ίσως, και να ‘ναι αληθινή. Λίγο-πολύ, εξάλλου, την έχουμε ζήσει όλοι, από τη μία πλευρά ή την άλλη, ως «θύματα» ή ως «θύτες». Σήμερα, ο «Νίκος» θα μπορούσε να συμβολίζει έναν ολόκληρο λαό που ακόμα υπομένει καρτερικά… Υπομένει τη φτώχια και την αβεβαιότητα για το αύριο, τις χυδαίες εθνικές προσβολές από αλαζόνες ξένους πολιτικούς και φτηνές αλλοδαπές φυλλάδες, την προκλητικότητα ντόπιων «κορακιών» που θησαύρισαν στραγγίζοντας τα τελευταία αποθέματα του εθνικού πλούτου, τους γελοίους αλληλοσπαραγμούς πολιτικών σχηματισμών που τους αρκεί να κατέχουν την εξουσία έστω και πάνω σε ερείπια… Αντιμέτωπος ακόμα και με τις ίδιες του τις ενοχές για τη δική του την κατάντια μέσω απερίσκεπτης διολίσθησης στην τεχνητή ευμάρεια και τον ακόρεστο υπερκαταναλωτισμό…

Το βασανιστικό ερώτημα που αρχίζει να στοιχειώνει στο μυαλό μας είναι αν το μπαλόνι της ανοχής αντέξει την πίεση της κοινωνικής αγανάκτησης, ή μήπως κάποια μέρα εμφανιστεί στο τραπέζι ένα «κουλούρι» για να παίξει τον σατανικό ρόλο της πεταλούδας του χάους. Κι αυτό το επεισόδιο δεν θα ‘ναι πια θέμα για ατάλαντους διηγηματογράφους, μα αντικείμενο μελέτης για τους ιστορικούς του μέλλοντος!

* Ευχαριστώ το Aixmi.gr για την φιλοξενία της αναθεωρημένης έκδοσης του διηγήματος.

Aixmi.gr

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Η Λίζα και η Άλλη (1961)

Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος
Σενάριο: Βαγγέλης Γκούφας
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Ίσως η κορυφαία ερμηνεία της Αλίκης Βουγιουκλάκη!

Κουίζ: Δύο από τους πρωταγωνιστές της ταινίας υπήρξαν ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ. Ποιοι;


Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Πολιτικό… σταυρόλεξο (ένα επίκαιρο σχόλιο)


– Βαγγέλη, θέλω βοήθεια στο σταυρόλεξο: Πώς λέγονται δύο τύποι που όλο κανονίζουν να βρεθούν στο Σύνταγμα αλλά ποτέ δεν καταφέρνουν να συναντηθούν εκεί;

– Συνταγματολόγοι!

(Επίκαιρο σχόλιο στην ανάρτηση της στήλης «Είναι θέμα» με τίτλο «Βενιζέλος – Λοβέρδος: Πόλεμος στη θέση της φιλίας» )

Aixmi.gr

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Σχολικό μήνυμα κατά του ρατσισμού


"Ηχηρό μήνυμα κατά του ρατσισμού, σε μία περίοδο που οι ακραίες φωνές κατά των μεταναστών δεν παύουν να προκαλούν, έστειλαν μαθητές την τρίτης Λυκείου..."

Ένα εξαιρετικά ανθρώπινο ρεπορτάζ από την αξιόλογη δημοσιογράφο του MEGA, Βίκυ Κατεχάκη!

Δείτε το video από την πηγή...

Μνήμες και οράματα μέσα απ’ τα χαλάσματα της Φιλαδέλφειας…


Ανοίγοντας χαράματα Κυριακής τον υπολογιστή, βρήκα να με περιμένει ένα mail από τον φίλο μου το Νίκο. Ομολογώ πως με ξάφνιασε το περιεχόμενο:

«Κώστα, έχω μια ιδιάζουσα παράκληση. Σαν να λέμε, παράκληση για άρθρο on demand. Με διακατέχει μια τρομακτική περιέργεια να μάθω τις σκέψεις σου για το νέο γήπεδο της ΑΕΚ! Τον Ναό (κυριολεκτικά), τον συμβολισμό, τη δύναμη του μύθου και τον ρόλο του στο ιστορικό γίγνεσθαι αυτού του τόπου. Τον καημό που περικλείεται στη φράση: ΑΕΚ, ζούμε στην Πόλη να σε δούμε!»

Γιατί με ξάφνιασε; Πρώτον, γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τη λέξη «Ναός» από τα χείλη (εντάξει, το πληκτρολόγιο!) κάποιου που δεν έχει ιδιαίτερους συναισθηματικούς δεσμούς με την ΑΕΚ. Και, δεύτερο, γιατί συνειδητοποίησα άξαφνα πως είχα πράγματι αμελήσει να αφιερώσω δυο αράδες σε ένα ζήτημα που αποτελεί την κορωνίδα των ονείρων και των οραμάτων όλων των πιστών του ιστορικού συλλόγου!

Κατά σύμπτωση, τα καλά νέα για τα αποκαλυπτήρια του νέου γηπέδου τα πρωτοδιάβασα εδώ, στο Aixmi.gr. Στη συνέχεια, άφησα τον εαυτό μου να περιπλανηθεί με συγκίνηση και νοσταλγία στα ιστορικά μονοπάτια και τις δοξασμένες διαδρομές μνήμης του αξέχαστου «Ναού» της Φιλαδέλφειας των Κυριακών μου, και να εντυπωσιαστεί από το φιλόδοξο σχέδιο του υπερπολυτελούς νέου γηπέδου στον ίδιο ιστορικό τόπο, με ξεναγό τον μεγάλο Αεκτζή Κώστα Βουτσά!

Δείτε το video

Για κάποιους από εμάς, η ΑΕΚ δεν είναι απλά αθλητικός σύλλογος που κάποια συγκυρία το ‘φερε να αγαπήσουμε: Είναι επικυρίαρχο κομμάτι της ίδιας της αυτοσυνειδησίας μας, πρώτη ύλη και συστατικό, εκ των ων ουκ άνευ, του αυτοπροσδιορισμού μας ως μελών αυτής της κοινωνίας! Γι’ αυτό, ας μου συγχωρήσει ο αναγνώστης λίγη προσωπική ιστορία…

Η γιαγιά και ο παππούς μου ήταν πρόσφυγες από τη Μικρασία. Η γιαγιά απ’ τα περίχωρα της Πόλης, ο παππούς από λίγο πιο μακριά… Μετά την καταστροφή, βρέθηκαν κι οι δύο στη Βόρεια Εύβοια, σ’ ένα προσφυγικό χωριό (Νέος Πύργος) που ιδρύθηκε το 1924, την ίδια χρονιά που γεννήθηκε κι η ΑΕΚ. Θυμάμαι τον παππού μου να λέει – με μια σκόπιμη δόση υπερβολής – πως, όταν έφτασαν εκεί, βρήκαν τους ντόπιους «πενήντα χρόνια πίσω»! Και, αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει ότι το πιο σημαντικό πράγμα που κουβαλούσαν οι σχεδόν εξαθλιωμένοι πρόσφυγες στα φτωχικά τους σακίδια, ήταν πολιτισμός

Την ΑΕΚ την πρωτογνώρισα την δεκαετία του ’60, παιδί ακόμα, όταν ο θείος μου με έπαιρνε τις Κυριακές στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Τότε λεγόταν «Στάδιον ΑΕΚ» κι έμοιαζε με γιγάντιο πέταλο (η προσθήκη της σκεπαστής εξέδρας, απ’ την οποία εκπορεύτηκαν τα καλύτερα και τα χειρότερα της σύγχρονης ιστορίας της ΑΕΚ, έγινε πολύ αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70). Θυμάμαι ακόμα το θείο μου να λέει: «Είδες, ο βλάχος το ‘βαλε κι αυτό!», μετά από κάθε γκολ του Παπαϊωάννου!

Στη μεγάλη διαδρομή του στο χρόνο, το γήπεδο αυτό βίωσε γλυκόπικρα συναισθήματα… Πανηγύρισε τίτλους της ΑΕΚ και είδε μεγαθήρια του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου να καταπίνουν αμάσητη την αλαζονεία τους φεύγοντας ηττημένα… Ως μεγαλύτερο (κάποτε) στάδιο της χώρας, φιλοξένησε τελικούς Κυπέλλου που έμειναν αλησμόνητοι… Γνώρισε από κοντά μεγάλους καλλιτέχνες που το επέλεξαν σαν ιδανικό χώρο για τις συναυλίες τους…

Κι από την άλλη, ένιωσε κάποτε τη ντροπή της οπαδικής βίας που γεννά ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία, όχι μόνο απέναντι σε αντιπάλους (πράγμα ούτως ή άλλως ηθικά καταδικαστέο) αλλά κι απέναντι σε ανθρώπους της ίδιας της ΑΕΚ, με ιστορική διαδρομή και αδιαμφισβήτητη προσφορά στον σύλλογο, που βίωσαν απίστευτους εξευτελισμούς φορώντας τον «δικέφαλο» στο στήθος…

Η αυλαία για το ιστορικό γήπεδο έπεσε ένα απόγευμα του Μάη του 2003 (3/5/03). Τελευταίος αντίπαλος, ο Άρης Θεσσαλονίκης. Η μπάλα άγγιξε για τελευταία φορά τα δίχτυα από το πόδι του Ίλια Ίβιτς, σε ένα πανηγυρικό 4-0. Βγαίνοντας από την Θύρα 16, ήξερα καλά πως ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα τον «Ναό» να ορθώνεται περήφανος, αν και τραυματισμένος από το χρόνο και τους σεισμούς. Την άλλη μέρα μπήκαν οι μπουλντόζες. Είπαν πως οι εξέδρες έπεσαν σαν χάρτινες…

Προοπτική (και αφελής βεβαιότητα) ήταν τότε το χτίσιμο ενός νέου, υπερσύγχρονου γηπέδου που θα μπορούσε να φιλοξενήσει μέρος των αγωνισμάτων των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Τελικά, έμειναν μόνο τα χαλάσματα να ξύνουν τις μνήμες και να αλατίζουν τις πληγές… Όσο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, βολεύτηκαν με ένα άλλο γήπεδο, πιο συμβατό ίσως με το όνομά τους. Το έστησαν κάποιοι σε χρόνο μηδέν, σαν τα λυόμενα στον Κάλαμο! Και, τι ειρωνικό παιχνίδι της μοίρας: η ομάδα της προσφυγιάς, αρχόντισσα κάποτε στο δικό της παλάτι, βρίσκεται εδώ και πάνω από μια δεκαετία άστεγη, πρόσφυγας στην ίδια της τη χώρα…

Με δυσκολία πήγαινα όλα αυτά τα χρόνια στη Φιλαδέλφεια. Γιατί ο τόπος αυτός απλά δεν υπήρχε χωρίς την ΑΕΚ! Κι εκεί ακριβώς θέλουμε να την ξαναδούμε. Ίσως το μέρος να μη διαθέτει το μεγαλείο της Πόλης, όπως το οραματίζεται ο φίλος Νίκος. Είναι, όμως, η θερμοκοιτίδα κάθε αθλητικής χαράς και λύπης μας, η αφετηρία κάθε μνήμης… Μια πόλη που δεν θα μας ξαναπάρουν πια ποτέ. Γιατί θα βρουν καλά κλεισμένες τις Κερκόπορτες!

Aixmi.gr

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Αχ, βρε Γιάννη… (λίγα τελευταία λόγια στον Γ. Καλαμίτση)

Αγαπητέ Γιάννη,

Χθες βράδυ χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο Αριστείδης, ο βάζελος. Όχι, δεν πήρε να μου πει πόσο άδικα έχασε ο Παναθηναϊκός (αυτό δεν έδειχνε καν να τον απασχολεί εκείνη τη στιγμή). Πήρε να με ενημερώσει για το πόσο άδικα έχασες εσύ τη μάχη. Ποιος, εσύ, που αγάπησες τη ζωή και την ύμνησες (με όλα τα στραβά και τα ανάποδά της) με τη δύναμη του χιούμορ σου και τη μαστοριά του ποιητικού σου ταλέντου!

Και σου το ‘χα πει, βρε Γιάννη, εγώ, ένας ταπεινός ακροατής σου στον Antenna: Κόψ’ το, το ρημάδι! Κι εσύ με ειρωνευόσουν καλοσυνάτα, μιλώντας πάντα για τα «απεριόριστα δικαιώματα» των καπνιστών και απαντώντας με το στερεότυπο ρητορικό ερώτημα: «ποιος σου είπε πως θέλω να πεθάνω γρήγορα;» στην κλασική νουθεσία πως το κάπνισμα είναι αργός θάνατος…

Τι να πρωτοθυμηθώ από τις επικοινωνίες μου μαζί σου (μέσω ταλαίπωρης τηλεφωνήτριας) στις «Πρωινές χειρηλασίες»… Σταχυολογώ πρόχειρα τα λίγα που μου έρχονται στο νου:

Όταν κάποτε η ΑΕΚ ξέμεινε από τερματοφύλακα, σου έκανα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, την πρόταση: «Δεν έρχεσαι να παίξεις εσύ; Ούτως ή άλλως, καλύτερος είσαι απ’ αυτούς που έχουμε!» Έδειξες να το σκέφτεσαι… Και κάποια άλλη φορά, στη γιορτή ή στα γενέθλιά σου (δεν θυμάμαι) σου ευχήθηκα να παίξεις μια μέρα κάτω απ’ τα δοκάρια σε τελικό του Champions League. Είπες πως ήταν η καλύτερη ευχή που θα μπορούσες να λάβεις!

Θυμάσαι τον ραδιοφωνικό «καυγά» εκείνο το πρωί; Εγώ έλεγα «ορθοπεδικός», ενώ εσύ επέμενες «ορθοπαιδικός». Τελικά, ξύπνησες χαράματα(!) τον Μπαμπινιώτη. Και σε δικαίωσε! (Σε πείσμα σου, όμως, ακόμα το γράφω με έψιλον…)

Θέλοντας να εκμαιεύσω μια πιθανή κρυφο-συμπάθειά σου στον Ολυμπιακό (αν και ήσουν δηλωμένος οπαδός της Προοδευτικής), σου πέταξα κάποτε το γάντι: «Αληθεύει ότι στο βάθος της καρδιάς ενός Προοδευτικάνου φωλιάζει ένας γαύρος;» Χωρίς να χάσεις την ψυχραιμία σου, μου απάντησες με το ευρηματικότερο οξύμωρο που έχω ακούσει: «Τι να σου πω, φίλε μου… Όπως έχω πει πολλές φορές, ονειρεύομαι να παίζουν Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός και να χάνουν και οι δύο!»

Τι άλλο να θυμηθώ… Τις ενοχλητικά σχολαστικές παρεμβάσεις μου σε θέματα κλασικής μουσικής, που εσύ πάντα καλοδεχόσουν με ενδιαφέρον… Τις ανταλλαγές απόψεων που είχαμε για το μέλι, που το λάτρευες όσο κι εγώ… Τις θυμωμένες αντιδράσεις μου όταν μιλούσες επικριτικά για την ΑΕΚ, που τις αντιμετώπιζες με τρόπο που με έκανε να θυμώνω ακόμα περισσότερο – πάντα, όμως, με το μοναδικό σου χιούμορ…

Αχ, βρε Γιάννη, μας άφησες νωρίς! Γιατί ποτέ δεν θα ‘ταν σωστή στιγμή να φύγεις… Αυτό «το προτεκτοράτο (που) δεν φεύγει απ’ τον πάτο» έχει τόση ανάγκη από το διαπεραστικό – συχνά αυτοσαρκαστικό – χιούμορ σου αυτούς τους δύσκολους καιρούς… Ήσουν φωνή της συνείδησης για τη χώρα. Μια απ’ τις λίγες φωνές που έχουν πια απομείνει στην αυγή ενός διαφαινόμενου νέου, ματοβαμμένου διχασμού…

Ελαφρύ να ‘ναι το χώμα. Και με γρασίδι και γκολπόστ!

Κωνσταντίνος, ο Αεκτζής απ’ το Κουκάκι…

Aixmi.gr

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Από το «Μαμά γερνάω» στο «μαμά απολύομαι»!

Πριν χρόνια αμέτρητα, είχα μια συζήτηση με τον καθηγητή μου της θεωρίας στο ωδείο σχετικά με το κατά πόσον οριοθετείται η ιδιότητα του «κλασικού» στη μουσική. Για παράδειγμα, πόσο «κλασική» θα μπορούσε να θεωρηθεί η λαϊκή μουσική ή η Pop. Στη συντηρητική λογική μου εκείνου του καιρού, ο σοφός Π. Βεντούρας απάντησε με μια φράση που τότε μου φάνηκε ρηξικέλευθη: «Αν το καλοσκεφτείς, μήπως οι Beatles δεν είναι, κατά μία έννοια, ο Μπάρτοκ της Αγγλίας;»

Στο πλαίσιο του ελληνικού ρεπερτορίου, υπάρχουν κάποια τραγούδια που θα μπορούσαν επάξια να χαρακτηριστούν «κλασικά», με την έννοια τόσο της διαχρονικότητας όσο και της καλλιτεχνικής αξίας. Ένα από αυτά είναι, αναμφίβολα, το «Μαμά γερνάω» των Σταμάτη Κραουνάκη – Λίνας Νικολακοπούλου (1988).

Δείτε το video



Οι εκ των κορυφαίων στίχων στο ελληνικό τραγούδι, επενδυμένοι με την υπέροχη, πάντα, μουσική τού (ενίοτε ακρίτως πολιτικολογούντος...) κορυφαίου σύγχρονου έλληνα μουσικοσυνθέτη, αναδεικνύουν με γενναιότητα τον υπαρξιακό φόβο του ανθρώπου μπροστά στο φάσμα της απώλειας της νεότητας. Κεντρικό πρόσωπο, η καθαγιασμένη μορφή της μητέρας που, σε ρόλο υπέρτατου εξομολόγου, απορροφά καρτερικά τους ψυχικούς κραδασμούς που γεννά η θλίψη, η ανασφάλεια και η διάψευση των ονείρων...

Αναρωτιέμαι ποιος θα ήταν ο τίτλος και το περιεχόμενο του τραγουδιού αν το έγραφε σήμερα το φοβερό δίδυμο των τραγουδοποιών. Σήμερα που ο άνθρωπος της χρεοκοπημένης χώρας δεν έχει καν το χρόνο, μα κι ούτε τη διάθεση, να προσέξει πως γερνά.... Σε μια εποχή που η ποιότητα ζωής κατάντησε πολυτέλεια, κι η μόνη υπαρκτή προοπτική που απόμεινε είναι αυτή της αγχωτικής επιβίωσης!

Η σημερινή μητέρα-εξομολόγος θα καλούνταν να αναστηλώσει το καταρρακωμένο ηθικό του ανθρώπου της δημιουργικής ηλικίας που βλέπει ξαφνικά τη γη να υποχωρεί κάτω απ’ τα πόδια του καθώς αντικρίζει το φάσμα της εργασιακής ανασφάλειας, ή, ακόμα τραγικότερα, καθώς βιώνει το τραύμα της απώλειας εργασίας. Σε μια εποχή, μάλιστα, που ο άνθρωπος έχει μάθει να εναποθέτει το αίσθημα της αυταξίας του στην αμφίβολη πιστοποίηση που παρέχει το τεκμήριο του καταναλωτισμού...

Το παρόν σημείωμα αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, ανοιχτή πρό(σ)κληση προς τους δύο σπουδαίους καλλιτέχνες να ξαναγράψουν το τραγούδι τους προσαρμόζοντάς το στις νέες αγωνίες της εποχής, προεξάρχουσα θέση στις οποίες κατέχει ο εφιάλτης της ανεργίας. Το «νέες» είναι σχήμα λόγου, βέβαια, αν θυμηθούμε τους μακρινούς εκείνους καιρούς που εκφράστηκαν μελωδικά με «Το παλικάρι έχει καημό» των Θεοδωράκη – Ελευθερίου. Καιρούς που, δυστυχώς, ξαναζούμε σήμερα, μια και η Ιστορία επαναλαμβάνεται – και μάλιστα, δίχως καν την παρηγοριά της φάρσας!

Εν αναμονή της απάντησης στην πρό(σ)κληση, αφήνω σαν συντροφιά στον αναγνώστη ένα ταπεινών προδιαγραφών «οιονεί ποίημα». Κάτι σαν τον πασατέμπο που τρώγαμε κάποτε στη Φιλαδέλφεια, περιμένοντας ν’ αρχίσει το ματς της ΑΕΚ...

Τηλεφωνητής...

Σε πήρα πάλι σήμερα, μα δεν το σήκωνες...
Ήθελα να μιλήσω λίγο,
ίσως να ‘ρθω για λίγες μέρες να σε δω,
έτσι, να ξεχαστώ, να καταφύγω,
να φάω λίγο μαγειρευτό φαΐ...
Μα τη φωνή σου ακούω πια μόνο στον τηλεφωνητή.
Γι’ αυτό αποφάσισα - κι ας μην το συνηθίζω -
να σου απαντήσω σήμερα μ’ αυτόν...

Ήθελα να σου πω για τη δουλειά...
Όλα αβέβαια, κάποιους τους διώξαν ήδη.
Εγώ είμαι πιο παλιός, ίσως να τη γλιτώσω...
Είναι και η Μαρία...
Της κόστισε πολύ που δεν το κάναμε
εκείνο το ταξίδι, μα χρωστούσα.
Ακούει και τους άλλους που καλοπερνούν...
Πώς τα βολεύουν; Νιώθω σαν άχρηστος!
(Ξέρω, «οι περιστάσεις» θα μου πεις εσύ,
«όμως δε χάνεται η αξία»!)
Κι άμα με διώξουνε;
Μέχρι που σκέφτηκα πως, αν συμβεί...
Μα είναι τα παιδιά, τι φταιν εκείνα;

Το βράδυ πάλι ο ύπνος μου ανήσυχος...
Λέει ο γιατρός πως έχω πίεση, να προσέχω!
Να προσέχω...
Μεγάλη απώλεια για το Σύμπαν, όσο να πεις!
Έτσι που λέω καμιά φορά...
Και θα τους μείνει κι η ασφάλεια,
να πάψει να γκρινιάζει κι η Μαρία!

Ξέρω, θα λες πάλι σε ψυχοπλάκωσα!
Μα αλλού δεν έχω να τα πω...
Α, χθες σου έβαλα την άλλη τη φωτογραφία,
εκείνη που τραβήξαμε στον κήπο, με το μπλε το φόρεμα
(η άλλη στη βεράντα δεν μου άρεσε)...
Ήρθε κι ένας τεχνίτης και χαράξαμε τα γράμματα.
Άντε, δυο χρόνια σου τα γλίτωσα:
του είπα «ετών ογδόντα»!

(Ντίνος Πυργιώτης, ΜΕΤΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ)

Aixmi.gr

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Ας κυβερνήσουν ανοιχτά οι δανειστές – Τι χρειάζονται κυβέρνηση και αντιπολίτευση;

Ένα ακόμα εξαιρετικό άρθρο του Θανάση Γκότοβου!

Η Realpolitik έχει πολλά πρόσωπα. Έχει συνέχεια μέσα στην Ιστορία, έχει εκφάνσεις παντού, από την καθημερινή λειτουργία της κοινωνίας και των θεσμών σε χαμηλό επίπεδο, μέχρι την καθημερινότητα της δράσης των ελίτ. Οι τρεις κύριοι πυλώνες της είναι (α) το αποστολικό “σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν”, (β) η αποφυγή του χειρότερου, και (γ) η ιδέα ότι κάποιος πρέπει να γίνει δυσάρεστος για να περισωθεί από μια συλλογικότητα ό,τι μπορεί να περισωθεί μέσα στη φουρτούνα.

Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Όταν ο ηγέτης των εβραϊκών γκέτο της Σιλεσίας Moses Merin, ένας από τους σκληρούς οπαδούς της Realpolitik απέναντι στους Ναζί, πιέστηκε το 1943 να δικαιολογήσει, σε μια από τις τελευταίες εφόδους της Γκεστάπο, γιατί συνεργάζεται με τους Γερμανούς και ετοιμάζει λίστες «εκτοπιστέων» ομοεθνών του, αφού βλέπει ότι οι Ναζί λένε ψέματα, ότι δεν μπορεί να τους εμπιστευτεί κανείς και ότι αν συνεχίσει να συνεργάζεται, όλος ο πληθυσμός του γκέτο κινδυνεύει με αφανισμό, απάντησε, όπως μας πληροφορεί ένας από τους πιο σοβαρούς ίσως μελετητές του Ολοκαυτώματος, ο Raul Hilberg (The destruction of the European Jews), ως εξής: «Είμαι μέσα σ’ ένα κλουβί, μπροστά σε μια νηστική και αγριεμένη τίγρη. Της γεμίζω το στόμα με κρέας, το κρέας των αδελφών μου, για να την κρατήσω μέσα, μην τυχόν βγει από εκεί και μας κάνει όλους κομμάτια». Λίγο αργότερα ο Merin, αφού πρώτα είδε την πλήρη αποτυχία της «ρεαλιστικής» του πολιτικής, συνελήφθη και μεταφέρθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Auschwitz.

Ο Merin είναι η τυπική περίπτωση μιας ηγεσίας υπό πλήρη επιτήρηση από μια εξωτερική δύναμη, η οποία της έχει αναθέσει έναν άκρως δυσάρεστο ρόλο. Η πραγματική εξουσία αυτής της δοτής ηγεσίας ετεροπροσδιορίζεται και περιορίζεται στις τεχνικές λεπτομέρειες της υλοποίησης μιας αλλότριας βούλησης. Το μόνο νόημα που είχε για τους Γερμανούς αξιωματούχους της εποχής η περιορισμένη αυτή αυτοδιοίκηση ήταν η ομαλή εξόντωση των Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης -όπου «ομαλή» εδώ σημαίνει απρόσκοπτη, χωρίς τριβές και εντάσεις.

Για την ηγεσία του γκέτο της Σιλεσίας, και πολλών άλλων εβραϊκών γκέτο στην Ανατολική και Δυτική Ευρώπη, η ίδια πάντα αυτοδιοίκηση νοηματοδοτήθηκε ως όπλο διαπραγμάτευσης απέναντι στους Ναζί, στην οποία κάποιοι αναγκαστικά έπρεπε να χαθούν, για να σωθούν οι υπόλοιποι. Η θεωρία του Μινώταυρου, απλώς με αντεστραμμένα ποσοστά.

Για το ποια από τις δύο νοηματοδοτήσεις της «αυτοδιοίκησης» τελικά επεκράτησε, το έχει δείξει η Ιστορία. Την οποία καλά θα κάνουν να μελετήσουν όχι τόσο οι αμετανόητοι του ναζισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο οι ηγεσίες που εμπλέκονται ή ετοιμάζονται να εμπλακούν μελλοντικά στην «αυτοδιοίκηση» της σημερινής και της αυριανής Ελλάδας.

Οι κατοχικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα – από το 1941 μέχρι το 1944 – ήταν κυβερνήσεις από «καθαρόαιμους» Realpolitiker. Ένα στρατιωτικό γεγονός που δεν μπορούσε να ανατραπεί άμεσα, η εισβολή και κατοχή της χώρας από εχθρικά στρατεύματα, δημιούργησε την ανάγκη «διαχείρισης» της κατοχής, για να αποφευχθούν, υποτίθεται, τα χειρότερα. Αυτό ήταν το βασικό επιχείρημα των κατοχικών κυβερνητικών αξιωματούχων, όταν αναγκάστηκαν μετά την απελευθέρωση να λογοδοτήσουν για τις επιλογές τους, δηλαδή για τη συνεργασία με τους κατακτητές.

Ότι τα χειρότερα – Κομμένο, Καλάβρυτα, Κλεισούρα, Δίστομο, ο ολοκληρωτικός σχεδόν αφανισμός των Εβραίων των ελληνικών περιοχών, και εκατοντάδες άλλα εγκλήματα πολέμου στη χώρα – τελικά δεν αποφεύχθηκαν, είναι γνωστό. Αλλά πάντοτε μπορεί κανείς να ισχυριστεί, και μάλιστα χωρίς να κινδυνεύει να διαψευστεί εμπειρικά, ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν ακόμη χειρότερα. Άλλωστε, στο λεξιλόγιο της εποχής εκείνης η «Νέα Ευρώπη» ήταν το όραμα, και η δημιουργία της Νέας Ελλάδας μέσα στη Νέα Ευρώπη, το σλόγκαν των κυβερνώντων και των εντολέων τους.

Το πρώτο επιχείρημα («πώς να τα βάλουμε με τους δυνατούς;») είναι διαχρονικό. Και οπωσδήποτε το πιο δύσκολο να αναιρεθεί. Η τύχη όσων «ανυπάκουων» τα έβαλαν με τους ισχυρούς και ηττήθηκαν, μιλά από μόνη της. Σε όλες τις εποχές και σε όλα τα καθεστώτα η έμπρακτη (λόγω ή έργω ή, ορισμένες φορές, διανοία) αμφισβήτηση της εξουσίας των αρχόντων, όταν δεν είναι γραφική και «συμβολική», έχει βίαιο και συχνά αιματηρό επίλογο. Από τον Ιησού μέχρι τον Τρότσκι και τον …Snowden, που μακάρι να τη γλιτώσει. Δεν ήταν μόνο ο Διονύσιος ο φιλόσοφος που δοκίμασε ανεπιτυχώς να ξηλώσει την τοπική σουλτανική φορομπηχτική εξουσία και το πλήρωσε ακριβά. Ούτε μόνον οι Σουλιώτες, που για ένα διάστημα κατάφεραν να την αμφισβητήσουν επιτυχώς, αλλά χάθηκαν στο Ζάλογγο και στον Αχελώο.

Όλα αυτά παραπέμπουν στο πάγιο αφήγημα των «φρονίμων» με το οποίο αμφισβητείται η δράση των «παλαβών» της Ιστορίας: Βασίλη μ’ κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης…. Μέχρι που έρχεται η στιγμή όπου η συμμόρφωση και η φρονιμάδα αντί να σε κάνουν νοικοκύρη, σε σπρώχνουν στη ζητιανιά. Εκεί σταματά και η σοφία της Realpolitik. Και ακυρώνεται ο πρώτος πυλώνας του «ρεαλισμού», καθώς δεν είσαι εσύ πλέον που κλοτσάς τα καρφιά, αλλά αυτά που σημαδεύουν το πόδι σου.

Ακούγοντας κανείς σήμερα πολιτικούς που διαχειρίζονται τα τελευταία χρόνια τη συστηματική πτωχοποίηση της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων, διαπιστώνει με θλίψη πόσο προσηλωμένο είναι το εκτελεστικό πολιτικό προσωπικό στο τεχνικό κομμάτι της διαδικασίας και πόσο παγερά αμέτοχο απέναντι στις συνέπειες που έχουν για εκατομμύρια πολίτες οι συμφωνίες «δάνειο υπό καθεστώς Μνημονίου» στις οποίες άμεσα ή έμμεσα εμπλέκεται. Τέτοιον ζήλο πολιτικών στη Realpolitik η δική μου γενιά δεν έχει ξαναζήσει.

Την ίδια στιγμή ο φόβος, πραγματικός και προστιθέμενος από τις αφηγήσεις των Μέσων, έχει κυριεύσει τις συνειδήσεις πολλών Ελλήνων, έτσι ώστε να μην είναι σε θέση να εκτιμήσουν ορθά ούτε τον κίνδυνο της Realpolitik, ούτε εκείνον της «σύγκρουσης» με τους πιστωτές. Με αποτέλεσμα προς το παρόν να μην υπάρχει μια ευδιάκριτη τάση είτε υπέρ της αποδοχής και της στήριξης του προγράμματος δραστικής εσωτερικής υποτίμησης, είτε υπέρ της απόρριψής του και της αναζήτησης άλλης λύσης.

Η οργή και ο θυμός από τις σαρωτικές και κατά κανόνα ζημιογόνες για πολλούς αλλαγές που συνδέονται με τη νέα τάξη πραγμάτων στη χώρα δεν έχουν μεταφραστεί ούτε σε εμφανή στήριξη του προγράμματος, έστω με σφιγμένα δόντια, ούτε σε εμφανή καταδίκη του με σφιγμένες γροθιές.

Αυτή τη στιγμή οι εκπρόσωποι των δανειστών επιτηρούν, ελέγχουν και απαιτούν πρόσθετες θυσίες και νέα θύματα. Είπαμε, κάποιος πρέπει να γίνει δυσάρεστος…Και η Ελλάδα των δωρεάν διοδίων για τους βουλευτές, πολιτικά μοιάζει να είναι παράλυτη. Ούτε η κυβέρνηση μπορεί να νιώθει ικανοποίηση από την ισχνή νομιμοποίηση που έχουν οι πολιτικές της στους πολίτες, αλλά ούτε και η αντιπολίτευση μπορεί να αισθάνεται υπερήφανη για την απήχηση της δικής της μελλοντικής λύσης. Και οι δύο πλευρές βρίσκονται σε αμηχανία, παρότι οι αφηγήσεις τους αποκλίνουν αισθητά.

Όμως, ο πιο άχαρος από τους δύο ρόλους είναι αυτός της κυβέρνησης. Γιατί η πίεση από το εξωτερικό περιβάλλον – όχι, δεν πρόκειται για «λάθη» των δανειστών, αλλά για συνειδητή επιλογή επιβολής μιας άλλης οικονομικής και πολιτικής κουλτούρας στη χώρα, συμβατής με τις ανάγκες των «αγορών» – είναι τέτοια που δεν επιτρέπει στους «ρεαλιστές» να συνδέσουν τη διαχείριση που κάνουν, με κάποια ελπίδα, με το περιβόητο φως στην άκρη του τούνελ. Και εδώ υπάρχει ένα ερώτημα: αφού βλέπουν ότι οι πιστωτές δεν τους αφήνουν περιθώρια να εμφανιστούν στο λαό ως κομιστές ελπίδας, γιατί συνεχίζουν να «κυβερνούν»;

Δεν έχω απάντηση στο ερώτημα αυτό, αλλά έχω να κάνω μια προτροπή στους Realpolitiker: αφήστε τους πιστωτές να διοικήσουν οι ίδιοι, να κάνουν οι ίδιοι τις λίστες διαθεσιμότητας, να πουλήσουν οι ίδιοι τη δημόσια περιουσία, να φορολογήσουν οι ίδιοι τις στάνες, να κουρέψουν οι ίδιοι τις καταθέσεις. Ζητήστε τους να σχηματίσουν οι ίδιοι κυβέρνηση, αντί να εισπράττετε διαρκώς ήττες στο πεδίο της «διαπραγμάτευσης».

Ας συμφωνήσει σ’ αυτό και η αντιπολίτευση, αφού βλέπει ότι το κοντέρ της αποδοχής της σταματά στο 21%, όπου τη μια βδομάδα προηγείται με μισό ποσοστό από το μείζον κυβερνητικό κόμμα, και την άλλη έρχεται δεύτερη, πάλι με μισή μονάδα διαφορά. Αν ούτε οι οπαδοί της Realpolitik μπορούν να πείσουν για τις επιλογές τους, ούτε και οι οπαδοί του “basta”, τότε είναι άχαρο να συμβιβάζονται και οι δύο με το ρόλο του εφαρμοστή οι μεν, και του ανώδυνου αμφισβητία οι δε.

Ας αφήσουν τους εμπνευστές του Μνημονίου να συμπέσουν με τους εφαρμοστές του. Μια αδιαμεσολάβητη ξενοκρατία θα απάλλασσε την κυβέρνηση από τον άχαρο ρόλο να προσποιείται ότι κυβερνά, αλλά και την αντιπολίτευση από τον όχι και τόσο κολακευτικό ρόλο του να αμφισβητεί, χωρίς να μπορεί να φέρει αποτέλεσμα.

Πηγή: Aixmi.gr