Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Η γέννηση της «Δημοκρατίας» (ένα προκλητικό παραμύθι)

Ένα ιδιαίτερα διαπεραστικό – αν και μετριοπαθώς διατυπωμένο – σχόλιο της τακτικής αναγνώστριας του Aixmi.gr, Ελένης Αθανασούλη, στο ενδιαφέρον άρθρο της διηγηματογράφου Ντίνας Εξάρχου: «Ψιτ, κύριος!», ήταν η αφορμή για το σύντομο κείμενο πολιτικής μυθοπλασίας που ακολουθεί…

———————————————————

Το ότι ζούμε σε δημοκρατικό καθεστώς το θεωρούμε τόσο αυτονόητο ώστε σπάνια μπαίνουμε στον κόπο να το επανεξετάσουμε. Πιστεύουμε ως λαός ότι κρατάμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια, αφού κάθε τέσσερα χρόνια έχουμε τη δυνατότητα να εκλέγουμε τους διαχειριστές των δημοσίων θεμάτων της χώρας. Όμως, πόσο επηρεάζει στ’ αλήθεια αυτή η εκλογή τη ζωή μας και την πορεία του τόπου; Και – το πιο σημαντικό – πρόκειται για αληθινή επιλογή, ή μήπως για επίφαση επιλογής; Τα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να θέσει ένα (ενδεχομένως προκλητικό) παραμύθι για «ψαγμένα» κι ανήσυχα παιδιά…

Ήταν κάποτε ένας Βασιλιάς σε μια μικρή κι ασήμαντη χώρα, που δεν θυμάμαι καν τ’ όνομά της. Ήταν σκληρός με τους υπηκόους του, με εξαίρεση τα μέλη μιας μικρής ομάδας προνομιούχων που τον στήριζαν δίνοντάς του τα μέσα για να ασκεί ανενόχλητα την εξουσία του. Όμως, η δυσαρέσκεια του λαού όλο και γιγαντωνόταν, και μια εξέγερση σιγόβραζε ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους που υπέφεραν από την πείνα και εξοργίζονταν με την ανισότητα και την αδικία…

Ο Βασιλιάς τότε συγκάλεσε συμβούλιο με τους σοφούς της αυλής, να πάρει τη γνώμη τους γι’ αυτή την επικίνδυνη κατάσταση που διαμορφωνόταν στη χώρα. Κάποια στιγμή, ο αρχαιότερος των σοφών πήρε το λόγο:

«Άκουσε τι θα κάνεις, Βασιλιά, για να αποτρέψεις την εξέγερση: Είσαι τυχερός που έχεις δύο γιους. Θα αφήσεις, λοιπόν, να διαδοθεί σ’ όλη τη χώρα πως άλλαξαν στάση απέναντί σου και θέλουν τώρα να σε ανατρέψουν και να καταργήσουν τη βασιλεία σου. Πράγμα που, τελικά, θα επιτρέψεις να γίνει – εικονικά, βέβαια, και κάτω από τον απόλυτο έλεγχό σου. Μετά από λίγο, οι δύο γιοι σου θα διαφωνήσουν, δήθεν, μεταξύ τους για το είδος της διακυβέρνησης. Ο ένας θα κάνει πως είναι συντηρητικός και σταθερά προσηλωμένος στις παραδοσιακές αξίες του τόπου, ενώ ο άλλος θα φαίνεται προοδευτικός και ανατρεπτικός, με νέες ιδέες που θα στοχεύουν στο καλό του λαού. Ε, από κει και πέρα, ας αποφασίζει ο ίδιος ο λαός κάθε τόσο, ποιος από τους δύο θα τον κυβερνά. Ούτως ή άλλως, το πρόσταγμα θα το έχεις πάντα εσύ και οι προνομιούχοι σου!»

Με τον τρόπο αυτό, γεννήθηκε στη χώρα εκείνη η Δημοκρατία. Ή, τουλάχιστον, αυτό που φάνταζε στις συνειδήσεις των αφελών πολιτών ως «Δημοκρατία»! Γιατί ο λαός – διχασμένος τώρα σε δύο αλληλομισούμενα στρατόπεδα, κι έτσι ακόμα περισσότερο αποδυναμωμένος – συνέχισε να πεινά, οι προνομιούχοι εξακολούθησαν να πλουτίζουν, ενώ ο βασιλιάς δεν έπαψε ποτέ στ’ αλήθεια να κυβερνά!

(Προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων, η φανταστική χώρα του παραμυθιού ουδεμία σχέση έχει με την Αρχαία Ελλάδα, που γέννησε την αληθινή Δημοκρατία! Για το εντός εισαγωγικών ομώνυμο Πολίτευμα, σε συσχετισμό με τη νεώτερη Ελλάδα, δεν είμαι απόλυτα βέβαιος… Τείνω, όμως, να συμμερίζομαι τον σκεπτικισμό της Ελένης Αθανασούλη.)

* Αφιερωμένο σε φίλο μου συν-αρθρογράφο και ιατρό, που με τα επιμελώς φιλοτεχνημένα εμπρηστικά κείμενά του συμβάλλει στη διατήρηση και την όξυνση του εθνικού μας διχασμού που κατ’ ευφημισμόν ονομάζεται (και αφελώς εκλαμβάνεται ως) «δημοκρατική αντιπαράθεση». Ενός διχασμού που δεν είναι πρωτόγνωρο απότοκο της παρούσας «κρίσης», μα διαχρονικό δομικό συστατικό της ίδιας της ελληνικής συλλογικής συνείδησης…

Το σχόλιο της Ε. Αθανασούλη:

Η συμπεριφορά των πολιτών συναρτάται προς αυτή των αρχόντων. Γι' αυτό είναι τεράστιας σημασίας το παράδειγμα που λαμβάνουμε, αφού αντιστοιχεί στα πρότυπα που έχουμε, προσφέρουμε, αποτελούμε. Αρνητικά ή θετικά.

Το άρθρο αυτό μου έφερε στο νού, ένα παραμύθι, που έλεγε ο πατέρας μου και τ’ άκουγα μικρό-μικρό παιδάκι τα κρύα βράδια στο τζάκι, στα δύσκολα χρόνια της 10ετίας του ’50.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς, που είχε ένα γιό, καλομαθημένο και μορφωμένο. Κι αυτός, μια μέρα, αποφάσισε να πάει να βρεί την τύχη του. Μάταια ο πατέρας του, ο γέρος άρχοντας και η μάνα του η γριά βασίλισσα, προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι η τύχη του είναι εκεί στο βασίλειό του. Ότι με αυτόν τον προορισμό μεγάλωσε. Αυτός αρνήθηκε να κληρονομήσει το βασίλειο. Σκέφτηκε, ότι με τη μόρφωση που του έδωσαν οι καλοί γονείς του, και οι σοφοί δάσκαλοί του, θα μπορούσε ο ίδιος να βρεί το δικό του βασίλειο.

Έφυγε λοιπόν από το παλάτι, γιατί ήθελε να γυρίσει τη χώρα και να γνωρίσει τους ανθρώπους του βασιλείου. Και μάλιστα πίστευε, και πως θα γινόταν σπουδαίος βασιλιάς, αν ξεκινούσε με τις δικές του δυνάμεις, χωρίς τις συμβουλές και τις οδηγίες των γονιών του, που ήσαν άνθρωποι γερασμένοι, προηγούμενης γενιάς. Τι μπορούσαν άλλωστε, σκεφτόταν, να ξέρουν αυτοί σήμερα για τα ζητήματα του αύριο, που θα’βρισκε αυτός μπροστά του, την ώρα που θα έπαιρνε στα χέρια του τα ηνία της διακυβέρνησης;

Ο νέος είχε μάθει γράμματα κοντά σε σπουδαίους δασκάλους, που του δίδαξαν την καλλιέργεια σώματος και ψυχής. Του δίδαξαν τη φιλοπονία, την εγκράτεια των παθών, την επιμέλεια στην εργασία και τη μαχητικότητα για την επίτευξη των στόχων του. Τον δίδαξαν ότι είναι σπουδαίο να επιδιώκει όχι μόνο την ευμάρεια των πολιτών του βασιλείου του, αλλά και την παίδευσή τους, με απώτερο σκοπό να κάνουν πάντα το σωστό, όχι μόνο όταν είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν, αλλά και όταν μπορούν να διαλέξουν το τι ακριβώς θα κάνουν.

Περιπλανήθηκε για αρκετά χρόνια σε πόλεις και χωριά. Παράμενε για λίγο καιρό στους διάφορους τόπους, και ζούσε μαζί με τους υπηκόους του βασιλείου, ώστε να γνωρίσει από κοντά το λαό του. Τις συνήθειες και τους πόθους τους. Διαπίστωσε πως ο πατέρας του ήταν πολύ καλός άρχοντας. Γιατί ικανοποιούσε τα σοβαρά αιτήματα των υπηκόων του και με το παράδειγμά του τους έκανε να δέχονται τις δυσκολίες για όσα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει. Με το παράδειγμα του άρχοντα μεγαλωμένοι όλοι στη χώρα, ήταν καλόγνωμοι κι εργατικοί. Οι άνθρωποι ήσαν αλληλέγγυοι μεταξύ τους. Οι διαφωνίες και οι έριδες δεν βαστούσαν πολύ. Τα δικαστήρια δεν είχαν πολλές υποθέσεις, γιατί οι άνθρωποι δεν έφταναν συχνά ως εκεί. Απάτες δεν υπήρχαν.

Το αρχοντόπουλο καθώς ζούσε ανάμεσα στους υπηκόους του πατρικού του βασιλείου, είδε μια μέρα μια όμορφη κοπέλα να κρατάει μια γερόντισσα από το χέρι , να τη φροντίζει και να τη βοηθάει με υπομονή και αγάπη. Πλησίασε και τη ρώτησε:

-Τι σου είναι η γερόντισσα;

-Γειτόνισσα, και δεν μπορώ να την αφήσω μόνη, γιατί δεν έχει δυνάμεις τώρα πια, είπε η κοπέλα.

Το αρχοντόπουλο θαύμασε την ευγένεια ψυχής που διέκρινε την κοπέλα και δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Σκέφτηκε, ότι μια τέτοια κοπέλα θα ήταν καλή σύντροφος στη δύσκολη και με πολλές ευθύνες ζωή ενός άρχοντα. Θα ήταν μεγάλη τύχη αν μπορούσα να κατακτήσω την καρδιά της, σκέφτηκε, κι έβαλε μπροστά ένα σχέδιο δοκιμασίας. Εκεί που περπατούσε, κι ενώ εκείνη τον έβλεπε, σκόνταψε δήθεν κι έπεσε. Βόγγηξε δυνατά κι έκανε πως πονάει. Εκείνη κατέφτασε να τον περιποιηθεί, με τη λύπη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο για τον πόνο του, και γεμάτη απορία αν μπορεί πραγματικά να βοηθήσει. Τον βοήθησε να καθίσει σ’ ένα πεζούλι, τού’φερε ένα ποτήρι νερό, και κάλεσε το γιατρό του χωριού. Περιμένοντας το γιατρό, γνωρίστηκαν κάπως. Εκείνη ήταν ορφανή μοναχοκόρη. Όλοι την αγαπούσαν, κι όλους τους αγαπούσε σαν οικογένειά της. Ο πατέρας της ήταν γενναίος και πιστός στρατηγός, που είχε αφήσει τα κόκκαλά του στον τελευταίο πόλεμο του βασιλιά, κι η μητέρα της είχε πεθάνει περιμένοντάς τον να γυρίσει.

Αυτή την κόρη την ερωτεύτηκε, όχι μόνο για τη χάρη και την υπομονή που έδειχνε προς τη γερόντισσα. Όχι μόνο γιατί ήταν όμορφη κι ευγενική. Αλλά κυρίως, γιατί σκέφτηκε πως μια τέτοια κοπέλα θα λάμπρυνε το παλάτι με την ευγένεια και την καλοσύνη της και θα φρόντιζε να ‘χουν αγάπη και στοργή οι γέροντες γονείς του, Μια τέτοια κοπέλα που γνωρίζει από οικογενειακή αγάπη και πόνο, θά’θελε για γυναίκα του, και λογάριασε να την πάρει μαζί του στο παλάτι. Ενθουσιασμένος τότε, της ζήτησε να τον συντροφέψει στη ζωή του και της πρότεινε να τον ακολουθήσει πίσω στο πατρικό του, χωρίς να της πεί πως είναι βασιλόπουλο. Εκείνη δέχθηκε και γύρισαν μαζί στο παλάτι.

Οι γονείς του όταν τον είδαν με την κοπέλα, αρχικά ανησύχησαν για τη χωριατοπούλα που τους έφερε. Για να διαπιστώσουν την ανατροφή, τους τρόπους και το χαρακτήρα της, την κάλεσαν στο επίσημο δείπνο στο οποίο θα συμμετείχαν και όλοι οι άρχοντες της Χώρας. Η κοπέλα, τους τίμησε με τη χάρη και τη μόρφωσή της και η βασιλική πρόσκληση για το επίσημο δείπνο ήταν το διαβατήριο για τους βασιλικούς γάμους, που ακολούθησαν.

Υπηρέτες κακοί και συκοφάντες, πλησίασαν τη γριά βασίλισσα και κατηγόρησαν την κοπέλα για δυστροπία και κακή ανατροφή. Η γριά βασίλισσα ζήτησε να μάθει το λόγο. Της είπαν λοιπόν ότι η νέα βασίλισσα, τους κάλεσε τη νύχτα, γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί στο κρεβάτι της. Οι υπηρέτες σήκωσαν μέσα στη νύχτα, το ένα, το άλλο και όλα τα υποστρώματα του βασιλικού κρεβατιού και, κάτω από το τελευταίο, τι βρήκαν; Βρήκαν ένα ρεβύθι! Ένα τόσο δα ρεβυθάκι! Απορούσαν οι υπηρέτες που ένα τόσο μικρό ρεβυθάκι είχε τη δύναμη να κρατάει άυπνη τη νεαρή βασίλισσα και να τυραννάει το σώμα της.

Η γριά βασίλισσα χαμογέλασε για τη λεπτότητα και τη διάκριση της νύφης της, γιατί διαπίστωσε ότι η ευαισθησία της ήταν τέτοια που μπορούσε να αντιληφθεί ακόμη και την ελάχιστη διαταραχή. Γεμάτη εμπιστοσύνη ότι με τη γνώση και την ικανότητα της νέας βασίλισσας θα τηρούνται οι κανόνες σε όλες τις μορφές και τις εκδηλώσεις της ζωής του βασιλείου, και μάλιστα χωρίς καμμιά παρέκκλιση, η γριά βασίλισσα θεώρησε ότι η εγρήγορση, η ευαισθησία και ο χαρακτήρας που με την καλή της ανατροφή είχε αποκτήσει η νύφη της, ήταν εγγύηση για το μέλλον της βασιλείας του γιού της.

Aixmi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου