Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Αν ζούσε σήμερα ένας φανατικός αναγνώστης του «Βήματος»...

Ο θείος μου ο Νικήτας έφυγε πριν τρία χρόνια και κάτι μήνες, πληρέστατος ημερών. Θα πρέπει να υπήρξε ένας από τους πλέον μακροχρόνιους αναγνώστες μιας ιστορικής εφημερίδας που γεννήθηκε μόλις λίγα χρόνια μετά από εκείνον...

Ο θείος Νικήτας, λοιπόν, διάβαζε ανελλιπώς και αποκλειστικά το «Βήμα» από τόσο παλιά που δεν μπορούσε κι ο ίδιος πια να θυμηθεί. Και όταν λέω «διάβαζε», εννοώ ξεκοκάλιζε! Ακόμα και τα κοινωνικά, και τις διαφημίσεις, τα πάντα. Με ιερό φανατισμό που θα ζήλευε και η θρησκόληπτη γιαγιά μου που μελετούσε πρωί-βράδυ τη «Σύνοψη». Και με μια ακρίβεια προγραμματισμού που σε άφηνε έκπληκτο: Φρόντιζε ώστε η ανάγνωση του φύλλου της προηγούμενης Κυριακής να τελειώνει ακριβώς πριν πάει για ύπνο το Σάββατο το βράδυ, ώστε πρωί-πρωί την Κυριακή να ξεκινήσει την ανάγνωση της νέας έκδοσης της εφημερίδας!

Το παρακάτω περιστατικό μπορεί να ακούγεται απίστευτο, είναι όμως πέρα ως πέρα αληθινό. Τηλεφωνώ κάποια Παρασκευή βράδυ για καλησπέρα. Ακούω στην άλλη άκρη της γραμμής το θείο Νικήτα αγχωμένο: «Μην τα ρωτάς τι έπαθα σήμερα!» Προς στιγμήν τρόμαξα: «Που λες, μας ήρθε η γειτόνισσα από δίπλα και δεν έλεγε να φύγει. Θα κάθισε ίσαμε τρεις ώρες. Και το κακό είναι ότι με καθυστέρησε και έμεινα πίσω στο διάβασμα του ‘Βήματος’. Τώρα δεν θα το έχω τελειώσει ως την Κυριακή το πρωί που θα πάρω το καινούργιο!» Το διηγούμαι πάντα σαν ανέκδοτο...

Ο θείος μου διάβαζε κάθε βδομάδα και τα δικά μου κείμενα στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας (πριν καν αποκτήσω μόνιμη στήλη). Καθώς δεν χειριζόταν υπολογιστή, τα τύπωνα και του τα πήγαινα στο σπίτι. Στο τέλος της ανάγνωσης, άκουγα πάντα το στερεότυπο μονολεκτικό σχόλιο: «Μάλιστα...» Αν ζητούσα πιο πολλές εξηγήσεις, δευτερολογούσε αναλυτικότερα: «Τι τα θέλεις, τώρα, και τα γράφεις αυτά;» Χωρίς να το ξέρει, συμφωνούσε με τη γνώμη των 99 από τους 100 αναγνώστες. (Ο 100ός ήταν ο ίδιος ο αρθρογράφος, αν και ούτε γι’ αυτόν παίρνω όρκο...)

Αυτό που με έκανε να θυμηθώ το θείο σε συσχετισμό με το «Βήμα», ήταν η είδηση που έπεσε πριν μέρες ως κεραυνός εν αιθρία – για εμάς τους απ’ έξω, φυσικά: Υπήρχε κίνδυνος η ιστορική εφημερίδα να κλείσει. Και μάλιστα, την Κυριακή ίσως το «Βήμα» να μη βρισκόταν στα περίπτερα!

Κάνοντας, τότε, ένα μεταφυσικό άλμα στο χωροχρόνο, και μια συνακόλουθη στρέβλωση της πρόσφατης πραγματικότητας, φαντάστηκα το θείο Νικήτα να βρίσκεται ακόμα ανάμεσά μας. Και τον «είδα» να τρέχει Κυριακή πρωί στο περίπτερο, να προλάβει να αγοράσει την πλήρη έκδοση της εφημερίδας του πριν εξαντληθεί (λες και όλη η Αθήνα θα έτρεχε ξημερώματα στα περίπτερα να πάρει το «Βήμα»!). Και «είδα» μετά το συννεφιασμένο βλέμμα του και την έκφραση απογοήτευσης στο πρόσωπό του όταν ο περιπτεράς τού είπε πως «Βήμα σήμερα δεν υπάρχει, μάλλον πάει για κλείσιμο!».

Κι ο θείος γύρισε σπίτι και άνοιξε αμέσως την τηλεόραση, μήπως μάθει κάτι παραπάνω γι’ αυτό το αναπάντεχο κακό που απειλούσε να αλλάξει για πάντα την ιερή καθημερινότητά του. Και άκουσε, τότε, τον Πρωθυπουργό της χώρας να λέει τα εξής:

«Αρνήθηκε η κυβέρνηση αυτή να τους κάνει τη χάρη...»

«Οι επιχειρήσεις τους ήταν μια φούσκα και τώρα σκάει...»

«Βρισκόμαστε δίπλα σε αυτούς τους εργαζόμενους...»

Η μεταφυσική μού επιτρέπει να προβάλλω γεγονότα, όχι όμως να προβλέπω σκέψεις (αν και δεν μου είναι καθόλου δύσκολο να τις μαντέψω). Προσθέτω, λοιπόν, και τον εαυτό μου στο σκηνικό, καθισμένο στον παλιό καναπέ του σαλονιού του θείου, να ακούω μαζί του τις πρωθυπουργικές δηλώσεις. Και να σχολιάζω πως, τα διαχρονικά συμπλέγματα μιας πολιτικής παράταξης απέναντι σε κάθε «αστικό» μέσο έκφρασης που δεν την «χαϊδεύει», δύσκολα κρύβονται πλέον.

Να λέω στο θείο πως, μέσα σε λίγες φράσεις, στον πρωθυπουργικό λόγο συμπυκνώνεται αλαζονεία («ΕΓΩ τους έκλεισα!»), ιταμότητα («φούσκα» ακόμα και η ιστορικότερη εφημερίδα της χώρας!) και απύθμενη υποκρισία (με ποιον τρόπο, άραγε, βρίσκεται «δίπλα» στους εργαζόμενους του Τύπου; μήπως όπως «δίπλα» στους εργαζόμενους των ιδιωτικών σταθμών της τηλεόρασης, για τους οποίους μόνο χολή δεν έσταζε πριν λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη;).

Ο θείος Νικήτας, βέβαια, δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Βρίσκεται όμως κρεμασμένη ακόμα στα περίπτερα η αγαπημένη του εφημερίδα. Και τούτο, χάρις στο φιλότιμο και την επαγγελματική ευσυνειδησία απλήρωτων εργαζόμενων του Τύπου που, πάνω απ’ όλες τις προτεραιότητες και τις ανάγκες της ζωής – και μάλιστα, σε καιρούς δύσκολους – έβαλαν το λειτούργημα της ενημέρωσης το οποίο υπηρετούν.

Δεν είμαι ένας από αυτούς, και δεν ξέρω αν στη θέση τους θα επιδείκνυα την ίδια γενναιοψυχία. Αυτό που μπορώ να κάνω από τη θέση τούτη είναι να ευχηθώ καλή δύναμη και Καλή Χρονιά, σ’ αυτούς και τις οικογένειές τους. Είμαι βέβαιος, εξ άλλου, ότι εκφράζω απόλυτα και το θείο Νικήτα. Απ’ όπου κι αν βρίσκεται...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Σκέψεις με αφορμή το τελευταίο μάθημα του Δημήτρη Λιαντίνη


Σε μία πρόσφατη περιδιάβαση στο YouTube, είδα (ή μάλλον, άκουσα) και πάλι μια γνώριμή μου διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη. Ίσως τη συγκλονιστικότερη που έδωσε ποτέ, αφού ήταν η τελευταία του, στην οποία κατ’ ουσίαν προανήγγειλε το καλά μελετημένο τέλος του. Είχα την ευκαιρία, έτσι, να ρίξω ξανά μια ματιά και στα σχόλια των επισκεπτών της ιστοσελίδας. Ανάμεσα στις αμέτρητες προσωπολατρικές μεγαλοστομίες, διέκρινα και μία αλλιώτικη σκέψη, διατυπωμένη με λόγο σχεδόν απλοϊκό – όσο απλή είναι συχνά κι η ίδια η αλήθεια:

«Ίσως φοβόταν τα γεράματα και ήθελε να τον θυμούνται νέο...»

Στο σχόλιο είχε σπεύσει να απαντήσει μια γυναίκα. Από εκείνες, πιθανώς, που, αθεράπευτα ερωτευμένες με την εικόνα – και όχι τόσο με την ίδια τη σκέψη – του φιλοσόφου, τον λάτρεψαν σαν επίγειο θεό. Και επιχειρούν να «υπερασπιστούν», όπως φαντάζονται, την υστεροφημία του με κάθε μέσο, ακόμα κι αν αυτό άπτεται της απόλυτης χυδαιότητας:

«Αν αυτό κατάλαβες, μάλλον έχει σκατά το κεφάλι σου!»

Όταν πρωτοδιάβασα τον διάλογο, είχα παρέμβει με δικό μου απαντητικό σχόλιο απευθυνόμενος όχι προς την εξ ειδωλολατρικής υστερίας διακατεχόμενη θαυμάστρια του Λιαντίνη, αλλά προς τον ίδιο τον αρχικό σχολιαστή. Αφού του συνέστησα να αγνοεί τις ύβρεις των εμπαθών, οι οποίες μπορεί να έχουν θέση σε γήπεδα ή σε κομματικές συγκεντρώσεις αλλά όχι σε σελίδες εκπαίδευσης και φιλοσοφίας, του επεσήμανα ότι η τοποθέτησή του φαίνεται βάσιμη αν κάποιος διαβάσει προσεκτικά και αποκωδικοποιήσει σωστά τα γραφόμενα του ίδιου του Λιαντίνη.

Η επίδραση που άσκησε η προσωπικότητα του Σωκράτη πάνω στον Λιαντίνη είναι ολοφάνερη στο κύκνειο άσμα του τελευταίου, τη Γκέμμα. Αυτό που διδάσκεται κανείς από τον Λιαντίνη είναι ότι ο φόβος του θανάτου είναι ασυγκρίτως περισσότερο διαχειρίσιμος από το φόβο της παρακμής που αναπόφευκτα φέρνουν μαζί τους τα γηρατειά και η αρρώστια. Η «απόδραση» από τη ζωή, λοιπόν, «πρέπει» να γίνεται έγκαιρα, όσο ακόμα ο άνθρωπος βιώνει τη ζωή του με αξιοπρέπεια. Το δρόμο, άλλωστε, είχε δείξει χιλιάδες χρόνια πριν ο ίδιος ο Σωκράτης!

Αν κάποιος δει τη ζωή από καθαρά βιολογική σκοπιά, θα πρέπει εξ ορισμού να προσεγγίσει το φαινόμενο της φυσικής παρακμής – αυτό που τόσο τρόμαζε τον Λιαντίνη – μέσα από τους ίδιους τους νόμους της Φύσης. Η σκέψη αυτή μου φέρνει στο νου ένα άρθρο δημοσιευμένο κοντά πέντε χρόνια πριν στο «Βήμα». Παρουσιάζω εδώ κάποιες από τις ιδέες του σε ένα κατά τα άλλα πλήρως αναθεωρημένο κείμενο. Το εναρκτήριο ερώτημα του άρθρου, το οποίο επέλεξα να διατηρήσω στην παρούσα εκδοχή του κειμένου, αντανακλά την αγωνία της εποχής εκείνης. Ήταν τα πρώτα χρόνια της «κρίσης», τότε που είχαμε ακόμα τη δύναμη (ή τη διάθεση) ν’ αγωνιούμε...

------------------------------------------------

Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ στην επίφαση ευτυχίας που γνωρίζαμε; Ή θ’ αποχαιρετήσουμε για πάντα – με αξιοπρέπεια, έστω – την Αλεξάνδρεια;

Στη Θερμοδυναμική (περιοχή της Κλασικής Φυσικής) δεσπόζουν δύο θεμελιώδεις νόμοι. Ο Πρώτος Θερμοδυναμικός Νόμος αφορά τη διατήρηση της ενέργειας και, στην πιο απλή του διατύπωση, ηχεί ως αυτονόητος: «Η ενέργεια που προσφέρουμε σε ένα σύστημα είναι ισόποση με την αύξηση του ενεργειακού αποθέματος του συστήματος.» Αν ο νόμος αυτός ήταν ο μοναδικός που δέσμευε την ύλη κατά τις μεταβολές της, ο κόσμος που ξέρουμε θα ήταν πολύ διαφορετικός. Θα υπήρχε, π.χ., τρόπος να μη γερνάμε ποτέ (ίσως και να γίνουμε αθάνατοι), ενώ ο προϊστορικός άνθρωπος θα είχε ανακαλύψει την ψύξη και τον κλιματισμό με την ίδια ευκολία που έμαθε να ζεσταίνεται απ’ τη φωτιά!

Ο Δεύτερος Νόμος της Θερμοδυναμικής βάζει τέλος σε τέτοιες φιλοδοξίες. Αποτελεί ίσως την πιο σκληρή πραγματικότητα της Φύσης, μια αληθινή κατάρα του Δημιουργού πάνω στο δημιούργημά του. Λέει, με πολύ απλά λόγια, πως κάποια πράγματα που συμβαίνουν δεν είναι δυνατό να αναιρεθούν, πως το ποτάμι μερικών φαινομένων δεν γυρίζει ποτέ πίσω. Έτσι, π.χ., ενώ ένα ζεστό σώμα μπορεί αυθόρμητα να δώσει λίγη από τη ζέστη του σε ένα πιο κρύο, το αντίθετο είναι απίθανο να συμβεί: ένα κρύο σώμα δεν μπορεί, χωρίς εξωτερική παρέμβαση, να δώσει μέρος από τη λιγοστή του θερμότητα(*) σε ένα ζεστό, έτσι που το ένα να γίνει ακόμα πιο κρύο και το άλλο ακόμα πιο ζεστό. Η ζέστη φεύγει και δεν γυρίζει ποτέ πίσω από μόνη της. Το ίδιο και η νεότητα στον άνθρωπο, που φεύγει ανεπιστρεπτί αφήνοντας πίσω της τη φθορά που οδηγεί στο γήρας και το θάνατο. Φαίνεται πως η συνειδητότητα αυτής της τελευταίας αλήθειας ήταν που κατηύθυνε τα υπαρξιακά βήματα του Σωκράτη στο κλείσιμο της επίγειας ζωής του. Όπως, ίσως, και αυτά του Δ. Λιαντίνη...

Η βασική φιλοσοφία του νόμου είναι απλή: Αν βάλεις ένα φυσικό σύστημα σε τάξη και μετά το αφήσεις στην τύχη του, το πιο πιθανό είναι πως η τάξη αυτή θα χαθεί. (Αυτό το γνωρίζουν καλά οι μητέρες που συγυρίζουν καθημερινά τα δωμάτια των παιδιών τους!) Αντίθετα, είναι απίθανο το σύστημα αυτό να μεταβεί αυθόρμητα από την αταξία πίσω στην τάξη. Θα πρέπει η υπομονετική μητέρα να συγυρίσει και πάλι το δωμάτιο.

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όλοι οι φόβοι στον άνθρωπο σχετίζονται με το αμετάστρεπτο, την αδυναμία του να αναιρέσει μεταβολές που δεν του είναι επιθυμητές. Η ζωή μας είναι γεμάτη από αγωνίες για όλων των ειδών τις ισορροπίες που μπορεί να ανατραπούν ανεπανόρθωτα. Ανησυχούμε για τη φυσική μας κατάσταση και γι’ αυτή των αγαπημένων μας προσώπων, για τη φθορά των υλικών αγαθών που με θυσίες αποκτήσαμε, για τις οικονομίες που μαζέψαμε μια ζωή και μπορεί να χαθούν μέσα σε μία νύχτα, για την κοινωνική υπόληψη που με κόπο χτίσαμε και μπορεί να απειληθεί θανάσιμα από έναν λάθος χειρισμό ή μια κακοτυχία...

Αυτό που μένει στο τέλος είναι η συνειδητοποίηση ότι το μη-αντιστρεπτό είναι ο κανόνας του παιχνιδιού που μας επιτρέπει να παραμένουμε παίκτες στην παρτίδα της ζωής. Και η γνώση αυτή του πεπερασμένου των πραγμάτων οδηγεί μοιραία σε ένα αίσθημα ματαιότητας.

Όμως, πόσο μάταιο είναι ένα ταξίδι στην Ιθάκη; Το ερώτημα γίνεται ρητορικό, και η υπονοούμενη απάντηση αισιόδοξη, αν ορίσουμε τη ζωή όχι ως πεδίο άνισης – και εν τέλει άσκοπης – μάχης ενάντια στην παντοδυναμία του Δεύτερου Νόμου, αλλά ως πορεία αυτεπίγνωσης που, στο τέλος της, οδηγεί στην ανακάλυψη του αιώνιου μέσω της υπέρβασης των νόμων του εφήμερου. Όπου «αιώνιο» εννοούμε εδώ το άχρονο, αφού ο χρόνος (όπως κι ο χώρος) είναι απλά μια φυσική διάσταση που εφηύρε ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να κατανοήσει τα φαινόμενα που τον περιβάλλουν.

Η Ιθάκη μπορεί, επομένως, να είναι η ίδια η κατάκτηση της αθανασίας. Έστω κι αν, στη στερνή γραφή του, ένας σύγχρονος φιλόσοφος και διάσημος δραπέτης της ζωής χαρακτήρισε «πιθήκους» εκείνους που τολμούν να το πιστέψουν!

------------------------------------------------

Εν είδει (εκτενούς, ομολογώ) υστερόγραφου, θα ήθελα να απευθυνθώ σε φανατικούς θαυμαστές του Λιαντίνη που υπηρετούν το δόγμα πως κανείς δεν δικαιούται να μιλά γι’ αυτόν αν δεν τον εκθειάζει. Αυτό μειώνει το ακαδημαϊκό ανάστημα του Λιαντίνη, και εξηγώ το γιατί:

Ελάχιστα τιμούν έναν επιστήμονα διθυραμβικές κραυγές του τύπου «μπράβο Δάσκαλε, τι ωραία που τα λες και πόσο σε θαυμάζω»! Η όποια αξιολόγησή του, η οποία άλλωστε αναδεικνύει και τη σπουδαιότητά του, γίνεται αποκλειστικά μέσω της κριτικής. Και, όσο αυστηρότερη είναι η κριτική, τόσο περισσότερο καταδεικνύεται η σοβαρότητα – άρα και το κύρος – της αξιολόγησης. Και τόσο περισσότερο αναδεικνύεται η αξία του κρινόμενου!

Επέλεξα να προσεγγίσω τον Λιαντίνη με όρους καθαρά ακαδημαϊκούς, όχι από τη σκοπιά ενός «ειδωλολάτρη». Αυτό δεν μου το συγχώρησαν κάποιοι φανατικοί θαυμαστές του, ακόμα κι αν ήταν φίλοι (εξαιρώ εδώ την αγαπητή φίλη Ελένη Α., που κατόρθωσε τελικά να κάνει τις αναγκαίες υπερβάσεις...). Δέχθηκα, επίσης, την κριτική πως έκρινα ένα συγκεκριμένο βιβλίο του Λιαντίνη χωρίς να συνεκτιμήσω το σύνολο του έργου του. Και αυτή η άποψη, όμως, αντίκειται στην επιστημονική πρακτική.

Πράγματι, κάθε ακαδημαϊκό πόνημα κρίνεται αυτόνομα, όχι ως απλό τμήμα μιας ενιαίας κι αδιαίρετης προσωπικής βιβλιογραφίας. Όταν στέλνω ένα άρθρο μου σε ένα επιστημονικό περιοδικό για δημοσίευση, ο κριτής δεν οφείλει να αξιολογήσει το σύνολο του επιστημονικού έργου μου παρά μόνο το πολύ συγκεκριμένο κείμενο που βρίσκεται στα χέρια του. Έχει συμβεί, άλλωστε, κι ο ίδιος ο Αϊνστάιν να πει πράγματα που δεν ήταν απόλυτα σωστά!

Σημειώνω, τελειώνοντας, ότι οπαδούς χρειάζονται οι θρησκείες, τα πολιτικά κόμματα και οι ποδοσφαιρικές ομάδες. Όχι οι φιλόσοφοι! Αυτούς τους τελευταίους ελάχιστα τους τιμά κανείς με προσωπολατρικές υπερβολές, κι ακόμα λιγότερο με οργισμένες χυδαιολογίες προς τους αντιφρονούντες, σαν εκείνη της «θαυμάστριας» που συνέταξε το υβριστικό σχόλιο στο YouTube. Οι φιλόσοφοι (αυτοί, τουλάχιστον, που θαύμαζε ο ίδιος ο Λιαντίνης) δείχνουν κατεύθυνση στοχασμού, δεν παράγουν θέσφατα. Και μας προτρέπουν να τους προσεγγίζουμε πάντοτε με κριτική σκέψη. Γιατί μόνο έτσι θα τους ανακαλύψουμε αληθινά!


(*) Για τους σχολαστικούς: Βάλτε εδώ «εσωτερική ενέργεια» ή «θερμική ενέργεια», στη θέση της λέξης «θερμότητα».

Aixmi.gr

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Φόνος της ποίησης δι’ «αποκεφαλισμού» (ή, αναζητώντας το χαμένο ακαδημαϊκό ήθος)


Ο πιο ταπεινωτικός θάνατος για την ποίηση είναι δι’ «αποκεφαλισμού» της! (Αγνώστου) 

(Σημ.: «Αποκεφαλισμός» λέξης = αποκοπή του πρώτου γράμματός της)

Κάποιοι πεπαιδευμένοι δείχνουν να αγνοούν τη βασική διαφορά ανάμεσα σε έναν δημόσιο λειτουργό και έναν οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία. Ο δεύτερος υποχρεούται να εκτελεί συγκεκριμένα καθήκοντα μέσα σε καθορισμένα χωροχρονικά πλαίσια, πέραν των οποίων ουδείς δύναται να τον υποχρεώσει να ασκεί τις όποιες δεξιότητες για τις οποίες αμείβεται. Αντίθετα, ο πρώτος επιτελεί κοινωνικό έργο ύψιστης σημασίας, η άσκηση του οποίου δεν οριοθετείται με βάση το χώρο και το χρόνο. Για παράδειγμα, ο γιατρός μπορεί να κληθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του οπουδήποτε και ανά πάσα στιγμή, σε κάθε συνάνθρωπο που έχει την ανάγκη του, ακόμα κι αν η άσκηση αυτή του λειτουργήματός του θα πρέπει να υπερβεί τυπικά ωράρια εργασίας.

Ακόμα πιο ευαίσθητο είναι το λειτούργημα του δασκάλου, αφού κεντρικό του αντικείμενο είναι η διαμόρφωση συνειδήσεων σε νέους ανθρώπους. Και στη διαμόρφωση αυτή σημαντικό ρόλο παίζει το παράδειγμα συμπεριφοράς του ίδιου του δασκάλου. Ένα παράδειγμα που δεν περιορίζεται στο στενό χώρο ενός αμφιθεάτρου ή μιας οποιασδήποτε αίθουσας διδασκαλίας, αλλά οφείλει να ισχύει παντού και πάντοτε. Ο δάσκαλος διδάσκει σε κάθε του δημόσια εμφάνιση, με κάθε του τοποθέτηση ή συμπεριφορά. Δάσκαλος με ωράριο λειτουργίας απλά δεν υπάρχει!

Την παραπάνω αρχή φαίνεται να αγνοεί ο αγαπημένος των προγραμμάτων λαϊκής κατανάλωσης της τηλεόρασης, καθηγητής (καλοπροαίρετα, δεν τοποθετώ εισαγωγικά στον τίτλο) Κ. Ζουράρις. Κάθε του δημόσια εμφάνιση αποτελεί σεμινάριο περισπούδαστης οίησης, υπερφίαλου ακαδημαϊκίζοντος ύφους και υπερχειλίζουσας ωραιοπάθειας. Οι παροιμιώδεις, ατάκτως ερριμμένες αρχαιοελληνικές ατάκες του αποσκοπούν εμφανώς στον εντυπωσιασμό (αν όχι και στην πνευματική τρομοκράτηση) του ακροατή, και όχι στην επί ίσοις όροις ανταλλαγή ιδεών. Εξάλλου, ο καισαρικός θρόνος στον οποίο μονίμως βρίσκεται καθήμενος δεν του επιτρέπει να θεωρεί εαυτόν ισότιμο με οποιονδήποτε κοινό θνητό! Ούτε καν με τον Σωκράτη, που στο αποκορύφωμα της σοφίας του έφτασε στο ταπεινόφρον συμπέρασμα ότι η υπέρτατη πνευματική κατάκτηση είναι η συνειδητότητα της άγνοιάς μας...

Μια περιδιάβαση στο YouTube θα αρκούσε για να διαμορφώσει ο επισκέπτης την επικοινωνιακή εικόνα του καθηγητή. Αυτό που σε κάποιες περιπτώσεις προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι το οξύμωρο της συνύπαρξης (ή μάλλον, της εναλλαγής) περίτεχνου λόγου – συχνά προϊόν ευφυούς λεξιπλασίας – με ευτελείς εκφράσεις «του πεζοδρομίου». Παραθέτω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, ένα χρονολογούμενο και ένα πολύ πρόσφατο:

Το 2009, στην εκπομπή «Ζούγκλα» με θέμα το Μακεδονικό (https://youtu.be/tO-71JISvYc) η συζήτηση αφορούσε την αναζήτηση αποδεκτής από την Ελλάδα ονομασίας για την ΠΓΔΜ. Μεταξύ των καλεσμένων ήταν ο λαλίστατος καθηγητής πολιτικών επιστημών. Κάποια στιγμή, ο παρουσιαστής ζήτησε από τον έγκριτο επιστήμονα να καταθέσει τη δική του πρόταση για την ονομασία του γειτονικού κράτους. Για να εισπράξει ως απάντηση την κοινότοπη χυδαία αναφορά στις ανατομικές λεπτομέρειες που επικυρώνουν περήφανα το φύλο του «μάτσο» ακαδημαϊκού! Με δεδομένη την παντελή απουσία επιστημονικής βαρύτητας από την απάντηση, το μόνο που μπορώ να εικάσω είναι ότι ο κ. καθηγητής άρπαξε απλά την ευκαιρία να επαναβεβαιώσει ακόμα και τους τελευταίους εναπομείναντες αμφισβητίες ότι... «τα διαθέτει»!

Στο video της εκπομπής, ο καθηγητής ακούγεται επίσης να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως «χωματερή των Αθηνών» ή «ψευδοκράτος των Αθηνών» που, αν όχι ευθέως προτρέπουν, τουλάχιστον παραπέμπουν σε εθνικό διχασμό. Το να απορρίπτει κάποιος, εν τούτοις, ως εθνικά επιζήμιες τις ονομασίες του τύπου «άνω και κάτω Μακεδονία», ενώ την ίδια στιγμή ηγείται μιας ρητορείας που θέλει την ύπαρξη μιας «άνω και κάτω Ελλάδας», αποτελεί, αν μη τι άλλο, καταφανές δείγμα ασυνέπειας λόγου.

Ερχόμαστε στο «σήμερα», που βρίσκει τον πληθωρικό ακαδημαϊκό ως δεύτερο τη τάξει στο πολύ σημαντικό Υπουργείο Παιδείας. Η θέση και μόνο που κατέχει, αυτονόητα επιβάλλει ευπρέπεια ύφους σε κάθε δημόσια τοποθέτηση. Το πώς αντιλαμβάνεται αυτές τις έννοιες ο κ. Υφυπουργός Παιδείας (επαναλαμβάνω την ιδιότητα) το έδειξε σε πρόσφατη ραδιοφωνική συνέντευξή του με αφορμή την κηδεία του ηγέτη της Κούβας, Φιντέλ Κάστρο (https://youtu.be/vU8_fgCzKdc).

Σε ερώτηση του δημοσιογράφου για το πώς θα έπρεπε να χαρακτηριστούν εκείνοι που θεωρούν ότι ο Κάστρο υπήρξε δικτάτορας, ο προβεβλημένος πολιτικός επιστήμων, καθηγητής και συγγραφέας κατέθεσε μονολεκτικά και χωρίς το παραμικρό ίχνος αναστολής την ετυμηγορία του: «Μ@λ@κες!» Απαξίωσε, μάλιστα, να αιτιολογήσει τον ελαφρώς αποκλίνοντα του ακαδημαϊκού ύφους χαρακτηρισμό του, αρκούμενος σε ένα μπλαζέ «βαριέμαι»! Ως ανήκων στην τάξη των υιοθετούντων την περί δικτάτορος άποψη, αλλά και ως πολίτης της Αθήνας, επιστρέφω από τη θέση τούτη τη φιλοφρόνηση στο νεόκοπο μέλος της «χωματερής» και του «ψευδοκράτους» των Αθηνών! Υπενθυμίζοντάς του, ταυτόχρονα, ότι μία μορφή δικτατορίας είναι και η αφ’ υψηλού περιύβριση της αντίθετης άποψης...

Μπορώ μόνο να υποθέσω πώς αισθάνεται ένας σοβαρός μαθητής του εν λόγω πανεπιστημιακού ακούγοντας τέτοιου επιπέδου τοποθετήσεις από τον «δάσκαλο». Τι θα αποκομίσει από το λόγο του – σε ύφος και περιεχόμενο – μια νεανική συνειδητότητα που διψάει για θετικά μοντέλα συμπεριφοράς ώστε να χτίσει τον αυριανό πνευματικό άνθρωπο; Και, τι χρειάζονται, άραγε, οι περίβλεπτοι ακαδημαϊκοί τίτλοι αν τα «επιστημονικά» πορίσματα επί ζητημάτων ουσίας ελάχιστα διαφέρουν από τις ευτελείς ρητορείες του πεζοδρομίου;

Εκτός αν η επιστημονική ιδιότητα και η αναλόγως προσήκουσα ακαδημαϊκή συμπεριφορά παύουν ισχύουσες εκτός των πολύ στενών χωροταξικών ορίων ενός πανεπιστημιακού αμφιθεάτρου. Όμως, ο Δάσκαλος (οφείλει να) διδάσκει ήθος και έξω από τα αμφιθέατρα. Ή, μάλλον, κυρίως έξω από αυτά!

Aixmi.gr