Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

ΤΟ ΒΗΜΑ - Φιλοσοφώντας μέσα στα σκουπίδια...


Στο τελευταίο και βαθύτερα φιλοσοφημένο μουσικό του δράμα, τον «Πάρσιφαλ», ο συνθέτης, ποιητής και φιλόσοφος Ρίχαρντ Βάγκνερ (επηρεασμένος, ασφαλώς, και από τον Σοπενχάουερ) περιγράφει την κατάκτηση της σοφίας μέσω της συμπόνιας, της βίωσης, δηλαδή, του αλλότριου πόνου.

Η ιδέα, αν και αληθινά ελκυστική από φιλοσοφική άποψη, αποτελεί προϊόν αφαιρετικής εξιδανίκευσης αφού δεν λαμβάνει υπόψη, στο βαθμό που θα έπρεπε, την αμφίδρομη δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων. Προϋποθέτει, δηλαδή, έναν σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στον ρόλο του «πάσχοντος» και εκείνον του «συμπάσχοντος», τοποθετώντας υπεμφατικά τον δεύτερο σε θέση σχετικής ισχύος. Τι συμβαίνει, όμως, όταν καλούμαστε να συμπάσχουμε με εκείνους που ευθύνονται για μέρος των δικών μας δεινών;

Δεν ξέρω πόσο σοφότεροι γίναμε (με την «Παρσιφαλική» έννοια) ακούγοντας πρόσφατα τους απεργούντες συμβασιούχους στην καθαριότητα των δήμων να μιλούν με αγωνία για το αβέβαιο εργασιακό τους μέλλον και ό,τι σκοτεινό απορρέει από την ανασφάλεια αυτή. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες, αν, δηλαδή, δεν βιώναμε από κοντά και για μία ακόμα φορά τη φρικιαστική εμπειρία πόλεων που μοιάζουν με απέραντους σκουπιδότοπους, ίσως κατορθώναμε να υπερβούμε για μια στιγμή τα τείχη του «εγώ» μας και να βιώσουμε τις καταστάσεις μέσα από τα μάτια της ψυχής του συνανθρώπου μας. Ίσως ακόμα και να κατεβαίναμε στους δρόμους διαδηλώνοντας πλάι του. Και δεν αποκλείεται ακόμα και να βγαίναμε σοφότεροι από αυτή τη συμπόρευση (για να θυμηθούμε τον Βάγκνερ).

Όμως, η υπέρβαση του «εγώ» σταματά εκεί που αρχίζει η τυραννία που επιβάλλει το «εγώ» του άλλου. Και οι «τύραννοι» στην περίπτωση που συζητούμε, όπως και σε πολλές ανάλογες, δεν είναι άλλοι από τις οργανωμένες ομάδες συμφερόντων που χρησιμοποιούν την κοινωνία ως όμηρο και μέσο εκβιασμού στην αντιπαράθεσή τους με την (όχι λιγότερο ένοχη) πολιτεία. Αυτές που – δόκιμα ή όχι – αποκαλούνται συχνά «συντεχνίες» του δημόσιου τομέα.

Αν κάποιον οφείλουμε, έτσι, να συμπονέσουμε είναι ο ανώνυμος, συνδικαλιστικά ανοργάνωτος, μη-προνομιούχος μέσος άνθρωπος της καθημερινότητας, σε ένα κράτος που αποδεικνύεται διαχρονικά και διακομματικά ανίκανο να προστατέψει τα πλέον θεμελιώδη και αυτονόητα δικαιώματα του πολίτη. Όπως το αίσθημα της ασφάλειας απέναντι στην εγκληματική δράση εισαγόμενων κακοποιών και ανεξέλεγκτων εγχώριων περιθωριακών ομάδων. Ή, η πρόσβαση σε μία σύγχρονη, αξιοκρατική και ποιοτική παιδεία. Ή ακόμα, η αδιάλειπτη παροχή κοινωνικών αγαθών όπως οι δημόσιες συγκοινωνίες, το δημόσιο σύστημα υγείας και – εν προκειμένω – η καθαριότητα στους δρόμους των πόλεων.

Ο άνθρωπος της γειτονιάς, που με κάθε «κινητοποίηση» (sic) των εργαζομένων στους δήμους πνίγεται στα σκουπίδια και απειλείται από τα τρωκτικά και τα βλαττοειδή, λίγο ενδιαφέρεται, εν τέλει, αν η οριστική (όχι εμβαλωματική, ως συνήθως) λύση του προβλήματός του – στο βαθμό που αυτή δεν θα υπερβαίνει τις οικονομικές του δυνατότητες – θα έρθει από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Ήδη, μάλιστα, κάποιοι δήμοι ξεπέρασαν τέτοια διλήμματα και γκρέμισαν τα σχετικά ταμπού. Γιατί, τους τοπικούς άρχοντες τους εκλέγουν πολίτες, όχι συνδικαλιστές. Και στα συμφέροντα και τις ανάγκες των πρώτων θα πρέπει οι άρχοντες αυτοί να δίνουν προτεραιότητα. Εξ άλλου, από το υστέρημα, συχνά, των πολιτών προέρχονται οι αναγκαίοι πόροι που εξασφαλίζουν θέσεις εργασίας.

Δεν μου είναι δύσκολο, λοιπόν, να προβάλω την αντίδραση μιας μερίδας αναγνωστών, που θα μπορούσε κάλλιστα να εκφράζεται με λόγια όπως τα παρακάτω:

«Καλός είναι ο Βάγκνερ σου και η συμπόνια που μας ζητά να δείξουμε στον εργαζόμενο συνάνθρωπο. Όμως μεγαλώνω παιδιά σ’ αυτή τη βρώμικη γειτονιά, τη γεμάτη σκουπίδια που σαπίζουν. Και έχασα κι εγώ πρόσφατα τη δουλειά μου. Τώρα με τρώνε οι δρόμοι στο ψάξιμο, και είμαι μόνος στον αγώνα για επιβίωση. Είναι κι αυτή η απαίσια μυρωδιά παντού, να πάρει...»

ΤΟ ΒΗΜΑ

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Δωροδοκώντας με φουντούκια τον ταχυδρόμο!


Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε στο "Βήμα" πριν ακριβώς πέντε χρόνια. Εξαιρουμένων κάποιων αυτοβιογραφικών στοιχείων, θα μπορούσε να είχε γραφτεί πριν 55 χρόνια, ή ακόμα και πριν 155. Το ερώτημα είναι: Μετά από πόσα χρόνια τα διδάγματα που περιέχει ένα τέτοιο κείμενο θα παραβιάζουν, πλέον, ανοικτές θύρες σε ό,τι αφορά αυτήν εδώ τη χώρα;

------------------------------------------------

Είναι κοινό μυστικό ότι στην Ελλάδα πολλοί νόμοι ψηφίζονται για να κοσμούν τα ράφια των νομικών βιβλιοθηκών, η δε εφαρμογή τους συχνά απαιτεί την ψήφιση νέων νόμων που επιβάλλουν την... εφαρμογή των παλιών! Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο οι κυβερνήσεις, στην προσπάθεια να επιδείξουν νομοθετικό έργο, να κατεβάζουν προς ψήφιση νομοσχέδια που θεραπεύουν προβλήματα τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με ήδη υπάρχοντες – πλην όμως, ανενεργούς – νόμους.

Το πρόβλημα στη χώρα είναι πως, πολλοί αντιδημοφιλείς νόμοι καταργούνται στην πράξη από τους ίδιους τους πολίτες, ενώ οι κυβερνήσεις δεν τολμούν να τους εφαρμόσουν φοβούμενες το πολιτικό κόστος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο αντικαπνιστικός νόμος, ο οποίος ουδέποτε εφαρμόστηκε και του οποίου η παράβαση ουδέποτε επέσυρε ποινές.

Υπάρχουν, βέβαια, και «οπισθοδρομικά» μέρη του κόσμου όπου τα «σκουριασμένα» μυαλά των πολιτών και των κρατικών λειτουργών επιμένουν να παίρνουν τους νόμους του κράτους στα σοβαρά. Κάποιες φορές, μάλιστα, μέχρι σημείου υπερβολής!

Ο ταχυδρόμος στην κωμόπολη της Utah ήταν πάντα φιλικός και ευπροσήγορος, παρά την φιλοπαίγμονα διάθεση του σκύλου μου απέναντί του, την οποία δεν έδειχνε να συμμερίζεται! Όταν ερχόταν αλληλογραφία από Ελλάδα, άκουγα από μακριά τη φωνή του να αναγγέλλει χαρούμενα: “Hey, Papachristou, letter from Greece!”

Στα πακέτα που μου έστελναν οι δικοί μου, συχνά τρύπωναν και λίγους ξηρούς καρπούς, αγαπημένο σνακ ανθρώπων και σκύλου σ’ εκείνο το σπίτι. Κάποια φορά έκανα κάτι που θεωρούσα, τότε, εντελώς φυσικό. Από καθαρή ευγένεια, ετοίμασα ένα μικρό σακουλάκι φουντούκια και πήγα να το προσφέρω στον φιλότιμο ταχυδρόμο.

Ξάφνου, η γνώριμη φιλική του έκφραση εξαφανίστηκε και το ύφος του πήρε μια απρόσμενη τροπή προς το αυστηρό: «Αν δεν σε εκτιμούσα τόσο, Papachristou, θα μπορούσα να σε αναφέρω στις αρχές!» Καθώς έμεινα εμβρόντητος, μου εξήγησε: «Η χειρονομία σου θα μπορούσε να εκληφθεί ως απόπειρα δωροδοκίας κρατικού λειτουργού!» Διακρίνω ήδη την ειρωνική έκφραση στο πρόσωπο του αναγνώστη...

Φαντάζομαι πως, ίσως ακόμα κι αρκετοί Αμερικανοί θα εύρισκαν μια τέτοια στάση ιδιαίτερα τυπολατρική. Το περιστατικό, όμως, είναι ενδεικτικό της προσήλωσης μιας κοινωνίας στους νόμους που οι ίδιοι οι εκπρόσωποί της ψηφίζουν. Μιας κοινωνίας στην οποία η φοροδιαφυγή αποτελεί μέγιστο αδίκημα και επισύρει βαρύτατες ποινές, όπως και η οδήγηση κάτω από συνθήκες μέθης (στη χώρα μας, μόνο οι «ξενέρωτοι» οδηγούν πάντα ξεμέθυστοι!).

Η παρακάτω ερώτηση κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διδακτορικής διατριβής για μαθηματικούς και στατιστικολόγους: Σε πόσα κιλά (ή μάλλον, πόσους τόνους) φουντουκιών αντιστοιχούν τα «φακελάκια» που έχουν κατά καιρούς εισπράξει επίορκοι Έλληνες γιατροί, εφοριακοί, υπάλληλοι της πολεοδομίας, ή όσοι άλλοι κρατικοί «λειτουργοί» θα κουραζόμουν να αναφέρω;

Το χειρότερο όμως είναι πως, σαν κοινωνία, έχουμε εθιστεί επικίνδυνα στην ιδέα ότι η παράβαση των νόμων δεν είναι σπουδαία υπόθεση, «αρκεί να μη μας πιάσουν»! Γιατί, λίγο-πολύ, όλοι κάποτε χρειάστηκε να δώσουμε «φουντούκια» για να κάνουμε πιο εύκολα τη δουλειά μας, συναλλασσόμενοι με ένα σύστημα όπου οι συνειδήσεις είναι διάτρητες και οι νόμοι αφορούν αποκλειστικά την συμπαθή, πλην όμως απαξιωμένη, τάξη των «κορόιδων»...

Κλείνω το σημείωμα με μία ιδιαίτερα σοβαρή ομολογία: Αν ήμουν περισσότερο δίκαιος, στους δωροδοκούμενους με φουντούκια θα έπρεπε να συμπεριλάβω και τον ίδιο το σκύλο μου! Πράγματι, οι εν λόγω ξηροί καρποί αποτελούσαν το σύνηθες διαπραγματευτικό μέσον για να καταδεχθεί να σηκώσει το μπροστινό της πόδι για «χειραψία». Αλλά, είπαμε: για κάποιους προνομιούχους, οι νόμοι δεν ισχύουν παρά μόνο για τους... άλλους!

Aixmi.gr

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Κουίζ για... σινεφίλ Αεκτζήδες!

Ερώτηση: Στην επική ταινία "Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου" (1969) υπάρχει μία σκηνή στην οποία πρωταγωνιστούν δύο γνωστοί Αεκτζήδες. Όμως, μόνο ο... ένας είναι άνθρωπος! Ποια είναι η σκηνή;

Απάντηση: Δείτε το video!


Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

ΤΟ ΒΗΜΑ - Και όμως, ο Βίλντερς είχε δίκιο!


Σε κριτική τοποθέτησή του στο Ολλανδικό κοινοβούλιο, με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup για εκταμίευση 8.5 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα, και απευθυνόμενος στον Ολλανδό υπουργό οικονομικών και πρόεδρο του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο αρχηγός του ακροδεξιού κόμματος «Κόμμα για την Ελευθερία» Γκέερτ Βίλντερς έθεσε το παρακάτω (προσχηματικώς ευθύ, αλλά κατ’ ουσίαν ρητορικό) ερώτημα:

«Συμμερίζεστε την άποψη που λέει ότι δεν μπορείτε (σ.σ: οι Έλληνες) να ξοδεύετε όλα τα χρήματά σας σε σουβλάκι και ούζο και στη συνέχεια να ζητάτε κοινωνικά επιδόματα; Αν ναι, πότε σκοπεύετε να πείτε στους Έλληνες ότι δεν θα ανταμείβονται άλλο πια για την απάτη και την εξαπάτησή τους; Αν όχι (σ.σ: αν δεν το πράξετε), πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό στους Ολλανδούς, οι οποίοι μόλις και μετά βίας μπορούν να τα βγάλουν πέρα;»

Θα δικαιώσω απόλυτα τον – με εκτυφλωτικά Άριο παρουσιαστικό – Ολλανδό βουλευτή, έστω και αν αυτό μου κοστίσει μαζικά “dislikes” από τους αναγνώστες! Τι είπε ο άνθρωπος; Ότι οι Έλληνες (υποθέτω αναφέρεται στον μέσο Έλληνα, όχι στον «Κροίσο») ξοδεύουν όσα βγάζουν σε σουβλάκια (το ούζο ας το αφήσουμε απέξω, δεν πάει με τα εν λόγω φαγώσιμα). Ψέματα είναι;

Ο Έλληνας, που κι αυτός μόλις και μετά βίας μπορεί πλέον να τα βγάλει πέρα, που άρχισε πια να συμβιβάζεται με δουλειές «ό,τι κάτσει» (αν υπάρχουν κι αυτές) με αμοιβές «όσο-όσο», και με δεδομένο ότι πρέπει αυτονοήτως να τραφεί για να επιζήσει (εκτός αν ο Άριος οραματίζεται κρυφά την Ελλάδα ως ένα απέραντο, νέο Άουσβιτς!), είναι φυσικό να επιλέξει την τροφή του και (αν όχι αποκλειστικά) με κριτήριο το κόστος. Γνωρίζει ο – εις εκλεκτό ανθρώπινο είδος ανήκων – πολιτικός ποια είναι η πλέον φθηνή τροφή που κρατά κάποιον στα πόδια του, σε τούτον εδώ τον τόπο; Εμείς, πάντως, γνωρίζουμε...

Όπως λένε, «από παιδί κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια». Αποκλείοντας, εν προκειμένω, την περίπτωση του παιδιού, βλέπουμε την παροιμία να επιβεβαιώνεται και πάλι. Ναι, λοιπόν, ο Βίλντερς είχε δίκιο όταν είπε πως όσα βγάζουμε τα τρώμε σε σουβλάκια και ούζο! Τώρα, ειδικά, που έπαψαν πια να είναι «τρέντυ» οι σαμπάνιες, το χαβιάρι και οι αστακοί...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

ΤΟ ΒΗΜΑ - Η Αριστερά στη Ζώνη του Λυκόφωτος

Θυμάμαι ένα επεισόδιο της σειράς “The Twilight Zone” που είχα δει στην αμερικανική τηλεόραση. Ένας καθηγητής Ιστορίας σε κάποιο πανεπιστήμιο, περιγράφει στους φοιτητές ένα περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. Μιλά με απίστευτο πάθος, και ο τόνος της φωνής του προδίδει οργή. Θα ‘λεγε κανείς πως είχε ζήσει από κοντά αυτά τα γεγονότα, έναν αιώνα πριν! Και όμως, αυτή ακριβώς ήταν η αλήθεια. Ο άνθρωπος αυτός, που η ηλικία του ήταν απροσδιόριστη, είχε τη σπάνια ιδιότητα να μη γερνά ποτέ. Στη «Ζώνη του Λυκόφωτος» όλα μπορούν να συμβούν!

Αναρωτιέται κανείς, εν τούτοις, αν τέτοια μεταφυσικά φαινόμενα θα ήταν δυνατό να συμβαίνουν και στην πραγματική ζωή. Η οργή του φανταστικού καθηγητή Ιστορίας ωχριά μπροστά σε εκείνη που επιδεικνύουν σχετικά νέοι σε ηλικία πολιτικοί ή πολιτικολογούντες στο χώρο της ελληνικής Αριστεράς, όταν αναφέρονται σε θέματα που σχετίζονται με την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Τόσο που θαρρεί κανείς πως τα έζησαν από μέσα!

Για παράδειγμα, με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου μάθαμε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμα και δρουν «δωσίλογοι» και «γερμανοτσολιάδες» (πού ήταν άραγε κρυμμένοι κάπου εβδομήντα χρόνια, και σε ποια κατάψυξη τους διατηρούσαν ζωντανούς;).

Πρόσφατα, μετά τον θάνατο ενός πρώην πρωθυπουργού, διαβάσαμε από θυμωμένες αριστερές γραφίδες ότι ήταν εκείνος που «έφερε τον εμφύλιο στην Κρήτη»!

Ακόμα πιο πρόσφατα, μία υστερική νέα γυναίκα, την οποία λόγοι πολιτικού νεποτισμού αλλά και πολιτικού καιροσκοπισμού έφεραν κάποτε να καταλάβει κορυφαίο θεσμικό αξίωμα στο ελληνικό κοινοβούλιο, παραλίγο να τινάξει στον αέρα την τελετή μνήμης για τη Σφαγή του Διστόμου από τα ναζιστικά στρατεύματα (1944) όταν βγήκε μπροστά από το πλήθος και, σε τόνους παθιασμένης ακτιβίστριας, απευθύνθηκε στον Γερμανό πρεσβευτή τη στιγμή που ήταν έτοιμος να καταθέσει στεφάνι στη μνήμη των θυμάτων, απαιτώντας να κάνει μεταβολή και να γυρίσει στη θέση του!

Το ενδιαφέρον σε όσα ανέφερα πιο πάνω είναι πως ένα ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς και της Αντίστασης, που είχε πράγματι ζήσει την Κατοχή και τον Εμφύλιο, ήταν εκείνο που αποκατέστησε την αλήθεια και την τιμή του πρώην πρωθυπουργού και πολιτικού αντιπάλου του. Και ήταν το ίδιο πρόσωπο που, λίγο αργότερα, πήρε από το χέρι τον Γερμανό πρεσβευτή οδηγώντας τον στο μνημείο και βοηθώντας τον να καταθέσει το στεφάνι. Πράξη για την οποία η «αριστερή» κόρη, που βρήκε και διάβηκε πολιτικό δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα, χυδαιολόγησε με περισσή ιταμότητα στα social media εναντίον του ανθρώπου που διακινδύνευσε κάποτε τη ζωή του κατεβάζοντας τη ναζιστική σημαία, λέγοντάς του πως την είχε μόλις... επανατοποθετήσει στη θέση της!

Δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς τη μεγαλοσύνη του παλιού αγωνιστή της Αριστεράς, του Μανόλη Γλέζου, που βαδίζει προς τη δύση της ζωής του αφήνοντας ως παρακαταθήκη στις νεότερες γενιές την υπέρβαση των παθών, την εθνική συμφιλίωση και, πάνω απ’ όλα, το πολιτικό ήθος.

Απέναντι σε όλα αυτά, μόνο θλίψη προκαλεί η μικρότητα και η εμπάθεια μιας νέας γενιάς «αριστερών», γαλουχημένων στις «καταλήψεις», τις «επαναστάσεις» επί χάρτου – συνοδεία φραπέ – και τη ρητορεία των κραυγών και των εύκολων συνθημάτων.

Πού να βρίσκεται, άραγε, κρυμμένο σήμερα το αριστερό ήθος; Αν εξαιρέσει κανείς λίγους εναπομείναντες θύλακες αληθινά αριστερής ευπρέπειας στη σύγχρονη πολιτική σκηνή, ίσως θα πρέπει πλέον να το αναζητήσουμε σε τόπους μακρινούς και μεταφυσικούς. Κάτι σαν τη Ζώνη του Λυκόφωτος, δηλαδή...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

ΤΟ ΒΗΜΑ - Το καρναβάλι των social media


Η ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Γάμος αλά Ελληνικά» – ίσως η πιο φιλοσοφημένη του ελληνικού κινηματογράφου – αποτελεί μια ειρωνική σπουδή πάνω στην υποκειμενικότητα του έρωτα. Η υπόθεση έχει ως εξής:

Είναι παντρεμένοι ένα χρόνο. Αυτός αγαπάει κρυφά μια άλλη... Αυτή αγαπάει κρυφά έναν άλλο... Δεν υποπτεύονται καν ότι ο «άλλος» και η «άλλη» δεν είναι παρά αυτοί οι ίδιοι! Μόνο που τους είναι αδύνατο να αναγνωριστούν μεταξύ τους δίχως τις αποκριάτικες μεταμφιέσεις τους, έξω απ’ τα κοστούμια που φορούσαν εκείνη τη «μαγική» νύχτα του καρναβαλιού που είχαν γνωριστεί – και που έμελλε να είναι η μοναδική... Στο φινάλε της ταινίας ακούγεται μία από τις κορυφαίες ατάκες του ελληνικού σινεμά, αληθινή αποθέωση του παράλογου που μόνο η σάτιρα μπορεί να χαρίσει:

«Κτήνος! Ένα χρόνο παντρεμένοι, και μου το ‘κρυβες πως ήσουνα εσύ εκείνος που αγαπούσα!»

Το καρναβάλι είναι μια σύντομη φυγή από την πραγματικότητα σε έναν κόσμο όπου ο καθένας μπορεί ελεύθερα να ορίσει τον εαυτό του όπως εκείνος επιθυμεί, δίνοντάς του ιδιότητες που ενδεχομένως θα ήθελε, μα δεν του είναι δυνατό, να έχει. Πρόκειται, θα λέγαμε, για μία βραχύβια, αθώα παραχάραξη της ίδιας της ζωής. Μετά το τέλος του, ο άνθρωπος καλείται να βρεθεί και πάλι αντιμέτωπος με τις πραγματικότητες από τις οποίες θέλησε για λίγο να αποδράσει...

Με την ανάπτυξη του Διαδικτύου και την έλευση των social media – ιδιαίτερα του πλέον δημοφιλούς εξ αυτών, του Facebook – ένα νέο «καρναβάλι», τούτη τη φορά ηλεκτρονικό και σε ισχύ 365 μέρες το χρόνο, απλώθηκε ώσπου να φτάσει σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Σε κάθε χρήστη του δικτύου παρέχεται μία εντυπωσιακή δυνατότητα απόλυτου και αδιαμφισβήτητου αυτοπροσδιορισμού μέσα σε ένα επιλεγμένο από τον ίδιο κοινωνικό υποσύνολο που φέρει τον ευφημιστικό χαρακτηρισμό «φίλοι» (τα εισαγωγικά ουδόλως περισσεύουν!).

Έτσι, ο μέσος χρήστης, μπροστά σε ένα εικονικό και εξ ορισμού δεκτικό κοινό (οι εκφράζοντες ενστάσεις και οι αμφισβητίες μπορούν αυτομάτως να διαγράφονται από τη λίστα των «φίλων»!) αποκτά, αν το επιθυμεί, τη δυνατότητα να αυτο-αναγορεύεται σε καλλιτέχνη, σε ποιητή, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό επιστήμονα (ή και απλά πολιτικά σκεπτόμενο ον), οικονομολόγο, ψυχολόγο, δημοσιογράφο, εραστή, και άλλα αναρίθμητα. (Δεν αναφέρομαι, ασφαλώς, σε χρήστες που πραγματικά διαθέτουν τις ιδιότητες που συνοδεύουν το προφίλ τους!)

Η οικονομική κρίση γέννησε μια νέα γενιά «καρναβαλιστών» των social media: τους οργισμένους τιμωρούς. Είδαμε, έτσι, ακόμα και «επώνυμους» – που θα όφειλαν, ως δημόσια πρόσωπα, να είναι αυτοσυγκρατημένοι και νηφάλιοι – να μετέρχονται εκφραστικά μέσα χαμαιτυπείου για να διοχετεύσουν το μένος τους εναντίον όσων κατά την κρίση τους ευθύνονται για τα δεινά της χώρας. Συνήθεις στόχοι ήταν και είναι, ασφαλώς, όσοι συνέδεσαν άμεσα το όνομά τους με τα υπέρμετρα δαιμονοποιηθέντα μνημόνια. Αλλά και άλλοι που απλά δεν τάχθηκαν ποτέ με την πλευρά των λεγόμενων «αντιμνημονιακών» δυνάμεων (λες και υπάρχει «φιλομνημονιακός» Έλληνας, που αγαπά, δηλαδή, τα μνημόνια!).

Δύο πρόσφατα γεγονότα – η τρομοκρατική απόπειρα κατά της ζωής ενός πρώην πρωθυπουργού που «έβαλε πλάτη» για να ξεπεράσει η χώρα μια δύσκολη στιγμή κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης, και ο θάνατος, σύντομα μετά, ενός προγενέστερου πρωθυπουργού ο οποίος, σε χρόνους ανύποπτους, είχε προειδοποιήσει για μια επερχόμενη κρίση (αλλά οι πάντες εκώφευσαν) – έδειξαν ως πού μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη μικροψυχία και ποια είναι (αν υφίστανται καν) τα όρια του πολιτικού μίσους.

Όχημα για την έκφραση των παραπάνω ήταν – τι άλλο; – τα social media. Με βάση τους οχετούς υβριστικών λόγων που αναρτήθηκαν εκεί από ανώνυμους κι επώνυμους, έγκριτοι πολιτικοί αναλυτές σε σοβαρά μέσα ενημέρωσης (ηλεκτρονικά κυρίως) έστησαν μία ευρεία συζήτηση για το κατάντημα του πολιτικού λόγου και ήθους σ’ αυτή τη χώρα. Άρχισαν, μάλιστα, δειλά-δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους ποικίλοι προβληματισμοί γύρω από την οριοθέτηση ή μη της ελευθερίας του λόγου (σε κάποιες περιπτώσεις τα ίδια τα social media αναγκάστηκαν να διαγράψουν αναρτήσεις που ξέφευγαν από τα συμβατικά όρια της «απλής» χυδαιότητας).

Μια δεύτερη, όμως, και ίσως πιο ψύχραιμη προσέγγιση στο φαινόμενο θα οδηγήσει σε έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισής του. Θα μπορούσε, δηλαδή, κάποιος να αναρωτηθεί αν θα έπρεπε, τελικά, να αποδίδεται τόσο μεγάλη πολιτική βαρύτητα σε μία ανάρτηση σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ακόμα κι αν αυτή υπογράφεται από ένα δημόσιο πρόσωπο. Το ερώτημα καθίσταται ρητορικό αν δεχθούμε την «καρναβαλική» ιδιότητα των social media, όπως την περιγράψαμε νωρίτερα. Αν λάβουμε υπόψη, δηλαδή, ότι ο χρήστης συχνά (αν και δεν θα το διατυπώσουμε ως γενικό κανόνα) προβάλλει ένα κομμάτι εαυτού που θα ήταν αδύνατο να επιδείξει στις καθημερινές του λειτουργίες ως κοινωνικό μέλος, ή ακόμα και ως θεσμικό πρόσωπο.

Με απλά ελληνικά: Ποιος (θα ‘πρεπε να) δίνει σημασία σε προσωπικές θέσεις που αναρτώνται στα social media; Αν το ρητορικό αυτό ερώτημα παρεμφαίνει απαξίωση των μέσων αυτών και των χρηστών τους, ας μην κριθούν γι’ αυτό εκείνοι που τυχόν το θέτουν, αλλά τα ίδια τα κοινωνικά δίκτυα που αποτυγχάνουν να «φιλτράρουν» την ποιότητα των αναρτήσεων. Ένα επιστημονικό άρθρο έχει κύρος διότι περνά από αξιολόγηση πριν δει το φως της δημοσιοποίησης. Το ίδιο και ένα κείμενο σε ένα έγκριτο έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης. Στα social media, από την άλλη, κάθε «πικραμένος», κάθε οργισμένος, ή απλά κάθε λάτρης της κοινής πρόκλησης, είναι ελεύθερος να εκφορτίσει δημόσια τα απωθημένα της ψυχής του υπό τις επιδοκιμασίες (συχνά συνοδευόμενες από χαμηλής αισθητικής πολύχρωμα εικονίδια) εκατοντάδων ή ακόμα και χιλιάδων «φίλων». Γιατί αυτό θα έπρεπε να αποτελεί ζήτημα μιας σοβαρής πολιτικής ανάλυσης;

Τούτων λεχθέντων, και προς αποφυγή τυχόν παρερμηνειών των θέσεών μας, θα πρέπει να τονιστεί ότι ένα δημόσιο πρόσωπο κρίνεται και από τις σκέψεις που καταθέτει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το ότι δεν αποδίδουμε, π.χ., ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα σε μία ευτελή ή χυδαία ανάρτηση ενός πολιτικού προσώπου δεν σημαίνει ότι θα μπορούσαμε, εν τούτοις, να πάρουμε το πρόσωπο αυτό στα σοβαρά όταν εκφράζεται εκτός κοινωνικών δικτύων. Απλά, μαζί με την ανάρτηση απαξιώνουμε οριστικά και το πρόσωπο, σε όλες του τις εκφάνσεις!

Κλείνω με μία συμβουλή που πηγάζει από προσωπική εμπειρία: Αν δεν μπορείς να αντέξεις τη φασαρία του καρναβαλιού και τη συνύπαρξη με τόσους μασκαράδες, πέτα τη στολή και φύγε! Οι λογαριασμοί στα social media μπορούν να κλείνουν τόσο εύκολα όσο ανοίγουν. Το κόστος ενός βραχύβιου συνδρόμου εξάρτησης είναι ασήμαντο μπροστά στο αίσθημα απελευθέρωσης που μένει, και στην επιστροφή σε μια παλιά, ξεχασμένη κανονικότητα ζωής. Εκεί που οι φίλοι είναι φίλοι. Δίχως τα εισαγωγικά...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Κοινωνικά δίκτυα και διασυρμός της ελευθερίας του λόγου


Η νευρική ανορεξία είναι μία ψυχοσωματική νόσος που έχει προκαλέσει τον θάνατο σε αμέτρητους ανθρώπους. Ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα της νόσου είναι η κατανάλωση ποσότητας τροφής και η εν συνεχεία εκούσια αποβολή της από τον/την ασθενή.

Νεότερες μελέτες έχουν δείξει, εν τούτοις, μία μεταβολή στη συμπεριφορά αρκετών ασθενών: Αφού καταναλώσουν ποσότητα τροφής, ανοίγουν στη συνέχεια το γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Οι προκαλούμενες, τότε, αυτόματες συσπάσεις του στομάχου ακυρώνουν την ανάγκη μιας τεχνητής αποβολής του περιεχομένου του, αφού το ζητούμενο επιτυγχάνεται με τρόπο αυθόρμητο και εντελώς φυσικό με την ίδια την ανάγνωση. Λέγεται ότι τα αποτελέσματα στην εξέλιξη της νόσου είναι θεαματικά!

Ώρες-ώρες σκέφτομαι ότι η εξάρτηση από τον αρρωστημένο αυτό ιστότοπο είναι κάτι σαν την εξάρτηση από το τσιγάρο ή τις ψυχοτρόπες ουσίες: ενώ ξέρεις ότι σε βλάπτουν, δυσκολεύεσαι να απαλλαγείς από αυτά, έχοντάς τα με τον καιρό εντάξει στα "εκ των ων ουκ άνευ" της καθημερινότητάς σου. Το ερώτημα είναι: έχουμε τη δύναμη να απεξαρτηθούμε, διαγράφοντας μια και καλή τους λογαριασμούς μας;

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, ας συμβιβαστούμε με την ιδέα (ή μάλλον, τη βεβαιότητα) ότι κολυμπάμε στην ίδια μολυσμένη θάλασσα με κάθε οργισμένο τενεκέ που (νομίζει πως) έχει "πολιτική" άποψη... Με κάθε συμπλεγματικό κριτή που αποβάλλει τα περιττώματα της άρρωστης ψυχής του προσφέροντάς τα ως "τροφή" σε συνειδήσεις εχθρών και "φίλων"... Με κάθε "καλημερατζή" και "καληνυχτατζή" που σχολιάζει ένα αναρτημένο ποίημα του Καβάφη με τα εμπνευσμένα λόγια "καληνύχτα γλυκιά μου Μαίρη", συνοδευόμενα από πολύχρωμες καρδούλες... Με κάθε εμπαθή ή καιροσκόπο διανοούμενο (χωρίς εισαγωγικά η τελευταία λέξη) που, για να κερδίσει λίγους ακόμα κομματικούς πόντους, ξεπέφτει στο επίπεδο να πολιτικολογεί αναπαράγοντας (με την δέουσα, ασφαλώς, ορθότητα στη χρήση του λόγου) την αισχρή ρητορεία ενός άξεστου υφυπουργού που κοπρολογεί μετά τον θάνατο πολιτικού του αντιπάλου...

Το εν λόγω μέσο κοινωνικής δικτύωσης (ή "εν λόγο", όπως διαβάζω συχνά σε σχόλια εκεί), το οποίο κατόρθωσε να εξαφανίσει και τα τελευταία υπολείμματα (υπαρκτών ή ανύπαρκτων) "ηθικών πλεονεκτημάτων", θα αποδειχθεί, φοβάμαι, ο μεγαλύτερος - αν όχι ο θανάσιμος - εχθρός της ελευθερίας του λόγου. Γιατί, προσφέροντας όλες τις (νόμιμες;) δυνατότητες για την κατάχρηση και τον ευτελισμό, τελικά, της ελευθερίας αυτής, συμβάλλει ταυτόχρονα στην ενδυνάμωση της φωνής εκείνων που ζητούν τον περιορισμό της.

Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, δεν είναι υπεύθυνο το μέσο για το γενικότερο επίπεδο των χρηστών του, όπως δεν ευθύνεται το ίδιο το πολίτευμα για το ποιόν εκείνων που ορίστηκαν να το υπηρετούν. Η ευθύνη και για τα δύο ανήκει στις επιλογές της κοινωνίας, όπου ως "κοινωνία" κατάντησε να νοείται ένα συνονθύλευμα ταξικών συμφερόντων, καθένα εκ των οποίων ωραιοποιείται και εξιδανικεύεται κάτω από το μανδύα μιας αντίστοιχης "πολιτικής ιδεολογίας".

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι απλά απεικονίσεις της ίδιας της λειτουργίας της δημοκρατίας μας. Ενός πολιτεύματος που εμείς οι Έλληνες πρώτοι γνωρίσαμε στην ανθρωπότητα - κι είμαστε εμείς που συνεχίζουμε να δείχνουμε το δρόμο για την πολιτική και ηθική αυτοκαταστροφή του. Συντηρώντας την κατάρα του εθνικού διχασμού και εμπλουτίζοντας τις ιστορικές εκδοχές του με νέα δίπολα μίσους...

Υπάρχει ελπίδα ακόμα; Ίσως, αν κάποτε ωριμάσουμε σαν λαός κι αναγνωρίσει ο καθένας μας τις ευθύνες του για το σημερινό κατάντημα της χώρας. Δεν δείχνει να 'ναι κοντά η ώρα...

Aixmi.gr