Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Σχόλια σε ένα άρθρο

Το άρθρο Κουράστηκα να είμαι «politically correct»... έτυχε ευρύτατου σχολιασμού, τόσο στο Aixmi.gr, όσο και σε άλλα sites όπου αναδημοσιεύθηκε. Μεταξύ των σχολιαστών στο Aixmi, ξεχώρισα δύο καλούς φίλους και αναγνώστες του Aekphile. Παραθέτω τα σχόλιά τους:

Αντώνης-Ψέρημος:

Να προσθέσω ότι κουράστηκα τους συμψηφισμούς: δεν υπάρχει καμία υποχρέωση του Νεοέλληνα να πληρώσει το μάρμαρο επειδή οι αγορές ανά τον κόσμο διψούσαν για φτηνό εργατικό δυναμικό και έγιναν πατρίδα για τους προ-παππούδες μας στις αρχές του αιώνα. Στην τελική, ούτε Αμερική είμαστε ούτε Αμερικανούς, Ιταλούς, Αυστραλούς και Ιρλανδούς υποδεχόμαστε. Και όποιος θεωρεί το σχόλιο αυτό ρατσιστικό ας σκεφτεί πρώτα ότι το 90% των προϊόντων που καταναλώνει και φοράει φτιάχνονται από υπόδουλα παιδάκια του τρίτου κόσμου. Ρατσιστής είναι αυτός που θέλει να ζει σε μια ευνομούμενη και ασφαλή κοινωνία; Τότε είμαι τέτοιος! Ρατσιστής είναι αυτός που δεν θέλει να νομιμοποιηθούν όλοι οι μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα;; Τότε είμαι τέτοιος! Ρατσιστής είναι αυτός που την αντίθετη άποψη τη βαφτίζει ρατσιστική;;; Όχι κύριοι, τέτοιος δεν είμαι!

Πολυτίμη από Χίο:

Δυνατό άρθρο, αντιπροσωπευτικό κατά την άποψή μου για την πλειοψηφία των συμπατριωτών μας, που έχουν «μπερδευτεί» και έχουν φτάσει πλέον σε σημείο να αναρωτιούνται αν το να επιθυμούν τα αυτονόητα τους καθιστά ρατσιστές ή εχθρικούς απέναντι στους αλλοδαπούς…

Συγχαρητήρια, γιατί φαίνεται ότι δε μιλάτε απλώς για να πείτε κάτι, όπως συνηθίζουν αρκετοί στις μέρες μας, αλλά γιατί επισημαίνετε ουσιώδη θέματα που επιζητούν άμεσα επίλυση!

Κι ένα άκρως ποιητικό σχόλιο από ένα φίλο:

Γιάννης Αντωνιάδης:

Φίλε μου Κώστα… εγώ δεν κουράστηκα… την αλήθεια σου λέω… και δεν θα κουραστώ ποτέ, μιλώ για την ίδια κούραση, αυτή που σε έχει καταβάλει…

η άλλη κούραση είναι διαφορετική, το καταλαβαίνεις νομίζω… δεν είναι πια και τόσο τρομερή, είναι κούραση βέβαια, αλλά αυτή είναι ευπρόσδεκτη, δεν έχει σημασία πως την απέκτησες, προπαντός… γιατί η κούραση αυτή είναι υγεία, παίρνει ώρες για να σε γεμίσει, να τη νοιώσεις για τα καλά, δηλαδή, να φτάσεις να πεις, ουφ… αρκετά… κουράστηκα… και να πάρεις την άγουσα για τη θαλπωρή που σου απέμεινε, αλλά αυτό δεν σε πτοεί, ξέρεις πως, όπως έρχεται, έτσι φεύγει, ξεπερνιέται… ίσως την αντιλαμβάνεσαι κομματάκι παραπάνω όταν βρίσκεις το ασανσέρ χαλασμένο, αλλά αν διαβείς την πόρτα, ένα δεύτερο ουφ… φεύγει απ’ τα χείλη σου, αυτό της ικανοποίησης… τι απομένει, λοιπόν; μέχρι να εξαντλήσεις, βαριεστημένα, το καθημερινό σου τετριμμένο πρόγραμμα… ένα βραδινό μαλακτικό, ίσως ένα ζεστό ρόφημα ή ένα γιαουρτάκι, ενδείκνυται και μια κουταλιά μέλι, και για το ρόφημα αλλά για το γιαουρτάκι κρίνεται απαραίτητο, ίσως και κάποιο φρούτο εποχής… και μετά, η κούραση αποφασίζει, πέφτεις στο κρεβάτι, μπρούμυτα, με τα χέρια και τα πόδια τεντωμένα για καλύτερη κυκλοφορία του αίματος, και οι ώρες της αδιαφάνειας περνάνε αγέρωχα, και συ συνεχίζεις στην ίδια στάση, να παλεύεις νοερά με το χρόνο, μια και ο χώρος είναι περιορισμένος, τον φθοροποιό, ψάχνεις τη χορδή, για να δραπετεύσεις, για να δεις και κάτι άλλο βρε αδερφέ… λίγο ακόμη μουρμουρίζεις… μια ώρα ακόμη, τι είναι μια ώρα ακόμη μωρέ… αλλά ο χρόνος δεν λέει να ενδώσει, τρέχει ανελέητα, κι η μέρα έρχεται… πρωί… και καθώς ο ήλιος ανατέλλει και χτυπάει κάθετα το παράθυρο, το φως ξεχύνεται μέσα στο δωμάτιο από τις οπές της πλεκτής κουρτίνας και μυριάδες ηλιαχτίδες χορεύουν στον αέρα μέχρι να συναντήσουν τον απέναντι τοίχο… νιώθεις ωραία, πουλάκι που λένε, και καμιά φορά και όμορφα, ανάλογα με το όνειρο που είδες, αν είδες, κι αν το θυμάσαι… και παραμένεις, σαν να αναζητάς κάποια χαμένη στιγμή, μια ανικανοποίητη επιθυμία… μα μόλις αντιλαμβάνεσαι πως οι αχτίδες έγειραν απ’ τον τοίχο και χτυπάνε το πάτωμα, πετάγεσαι με μιας και ψάχνεις τον ωροδείκτη σου… πω! πω!… τρέχεις, χάνεσαι στην τουαλέτα… ρίχνεις λίγο νερό στην κορφή, κατεβαίνει απ’ τους κροτάφους και γλύφει τα μάγουλα, κι ενώνεται στο πηγούνι κι από κει στάζει βασανιστικά στο νιπτήρα… για πότε βρέθηκες στο δρόμο ούτε που το κατάλαβες… η κούραση έφυγε, και η μέρα μόλις αρχίζει… και μαζί αρχίζει να ξαναμετράει η κούραση, κι αρχίζει να μετράει αντίστροφα η μέρα, και χάνεσαι μέσα στη βουή, την ακολουθείς, σ’ ακολουθεί κι αυτή, τόσο βασανιστική, μα τόσο βασανιστική, αλλά την έχεις συνηθίσει…

… η κούραση της ψυχής είναι άλλο πράγμα, φίλε μου Κώστα, το γνωρίζεις νομίζω, δεν είναι γλυκιά, δεν είναι καν αρμυρή, δεν υπάρχουν αδένες για να εκκρίνουν, να υγραίνεται το σώμα, όμως αφήνει μια γεύση διαφορετική, λένε ό,τι είναι πικρή, σαν τις δυσκολίες της ζωής, της φυσιολογικής ζωής, άλλες φορές πάλι την αντιλαμβάνεσαι από κάποιες διεργασίες, ακατανόητες, του οργανισμού σου, να, όπως, να ξυπνάς το πρωί με έναν απροσδιόριστο πονοκέφαλο, που σου τρυπάει το μυαλό από πάνω προς τα κάτω, να νιώθεις το στομάχι σου σκληρό σαν ξύλο, τα μάτια σου κατακόκκινα, σαν να ήσουν ξύπνιος όλη νύχτα, μα δεν θυμάσαι τίποτε, αν είδες κάποιο όνειρο που σε τρόμαξε, δεν θυμάσαι ούτε καν πως έπεσες στο κρεβάτι, αν πήρες το βραδινό σου μαλακτικό, αν ανέβηκες με το ασανσέρ ή απ’ τη σκάλα, αν γύρισες με το λεωφορείο ή με το αυτοκίνητο, όχι… αυτό το θυμάσαι… θυμάσαι πως άνοιξες το παράθυρο για να δώσεις κάτι κέρματα που είχες στην τσέπη σου στα δυο παιδάκια που πλησίασαν στο φανάρι… σήκωσες το κεφάλι και είδες τα τεράστια παιδικά τους ματάκια, που γέμιζαν τα λερωμένα τους προσωπάκια, να σε κοιτάζουν επίμονα, λες και αναζητούσαν κάποιου είδους σωτηρία… από σένα… στα παιδικά τους μάτια ίσως να ήσουνα κάτι σαν Άγιος… ένιωσες άσχημα, σαν κάτι να διαπερνούσε το σώμα σου, απ’ άκρο σε άκρο…

…άναψε πράσινο, έκαναν ένα βήμα πίσω κι ανέβηκαν στη νησίδα… κι εσύ δεν έλεγες να ξεκινήσεις, αποσβολωμένος… μέχρι που ακούστηκε η κόρνα, επίμονα… σκέφτηκες πως θα είναι κάποιος κουρασμένος, έβαλες ταχύτητα και έφυγες…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου