Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Χτίζοντας με τα χέρια μας το «νέον έτος»…


Της Ναταλίας Τσαλίκη

Η αναμέτρηση. Η δοκιμασία. Αυτά είναι που σε μαθαίνουν τον εαυτό σου. Το να ξεπερνάς τα μικρά και μεγάλα εμπόδια της καθημερινότητας. Να μην το βάζεις κάτω. Να το παλεύεις. Να μην επηρεάζεσαι απο την περιρρέουσα μόδα και συμπεριφορά.

Να υπερασπίζεσαι τη μοναδικότητά σου. Αλλά με έργα. Με πράξεις. Με δουλειά . Με επιμονή. Και πάθος.

Αυτά σε μαθαίνουν τον εαυτό σου. Σε κάνουν να τον εκτιμάς, να τον σέβεσαι και, τελικά, να τον αγαπήσεις.

Απο εκεί ξεκινάνε όλα. Η ωρίμανση, η σωστή αξιολόγηση των πραγμάτων, η κατανόηση του άλλου. Χωρίς καχυποψία, μισαλλοδοξία, χαιρεκακία και ανταγωνισμό. Τελικά, η συμφιλίωση.

Μόνον όταν συμφιλιώνεσαι με τον εαυτό σου έχεις χώρο και διάθεση να συμφιλιωθείς με τον άλλον. Όταν είσαι σε διαρκή πάλη, σε εχθρότητα και αντιπαλότητα με τον εαυτό σου, όταν "τρώγεσαι με τα ρούχα σου", πώς θα δεις τον άλλον με καθαρή ματιά και με αισθήματα αγάπης και αλληλεγγύης;

Δε γίνεται. Το πιο πιθανόν, είναι να μεταφέρεις τον εσωτερικό, σε εξωτερικό πόλεμο...

Ας αρχίσουμε απο τα μικρά. Από τα φαινομενικά εύκολα - που στην ουσία είναι και τα πιο δύσκολα.

Είναι ευκολότερο να πετάξεις μία πέτρα στον απέναντί σου, παρά να κάνεις μια ώρα ανακωχή για να μιλήσεις τίμια και ειλικρινά με τον εαυτό σου.

Θέλει γενναιότητα. Θέλει κότσια. Θέλει αποφασιστικότητα. Να μετατρέψουμε τον πραγματικό μας «αντίπαλο», σε φίλο, συνεργάτη, σύμμαχο.

Να γιατί ποτέ δεν το τολμάμε.

Οι φωνές, η επιθετικότητα, ο διχασμός, είναι το αποτέλεσμα της ατολμίας μας.

Είναι ένα βολικό άλλοθι, για να αποφύγουμε τον αληθινό, τον ένα και μοναδικό Αγώνα που πρέπει να κάνουμε.

Και πρέπει να τον κάνουμε ΤΩΡΑ.

Αλλοιώς, το 2014 θα ευχόμαστε μόνον να είναι μιά καλή, καλύτερη χρονιά, χωρίς νάχουμε κάνει Εμείς, ο ΚΑΘΕΝΑΣ, τίποτα γι’αυτό.

Πηγή: Aixmi.gr

Σχόλιο Aekphile:

Εξαιρετικά φιλοσοφημένο κείμενο! Θα συνιστούσα να το διαβάσουν και κάποιοι εν δυνάμει επιβήτορες της εξουσίας, όσο ακόμα προλαβαίνουν...

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Εργασιακός μεσαίωνας!


– Και, προτού τελειώσει κι αυτή η χρονιά, θα ήθελα να κάνω έναν σύντομο απολογισμό του έργου μας. Πρώτα απ’ όλα, πριν έρθουμε εμείς, στη χώρα σας επικρατούσε ένας παράνομος εργασιακός μεσαίωνας. Εμείς θεωρούμε απαράδεκτες, πολιτικά και οικονομικά, τις παρανομίες. Έτσι, αποφασίσαμε να σας υποχρεώσουμε να τον νομιμοποιήσετε!

Aixmi.gr

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Ο Αλέξης Πολίτης μιλά για το Αντικαπνιστικό Ιατρείο

Ο γιατρός Αλέξης Πολίτης (φανατικός "γαύρος", αλλά του το συγχωρούμε!) κάνει σημαντικό έργο στα Ιατρεία Διακοπής του Καπνίσματος. Ας τον ακούσουμε προσεκτικά, αφού τίποτα πολυτιμότερο δεν υπάρχει απ' την υγεία! Τον ευχαριστούμε για το video που μας έστειλε.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Να τα πούμε;

Καθώς πλησιάζουν οι γιορτές, και δεδομένης της οικονομικής κρίσης, σκέφτηκα να βγω από τώρα στη γύρα μοιράζοντας ευχές και λέγοντας τα κάλαντα, και… ό,τι προκύψει! Εξάλλου, εδώ που φτάσαμε, και τα φραγκο-δίφραγκα δεν είναι πια να τα περιφρονεί κανείς!

Ευτυχείς(;) αποδέκτες ευχών και καλάντων είναι, φέτος, όσοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της χρονιάς που πέρασε: Το δικαίωμα που εκχωρήθηκε στον γράφοντα να ταλαιπωρεί το εκλεκτό αναγνωστικό κοινό της «Αιχμής» με κείμενα ανυπόφορης φλυαρίας και απύθμενης κενολογίας! Με αγάπη και γιορτινή συγκίνηση, λοιπόν, απευθύνω τα φετινά κάλαντα στους παρακάτω:

* Στον Χρήστο Παναγιωτόπουλο, που πήρε το ρίσκο ν’ αφήσει ανοιχτή την κερκόπορτα του site σε έναν ξενέρωτο αρθρογράφο ο οποίος, σε χρόνο μηδέν, κατάφερε να γίνει η αντιπαθέστερη παρουσία στο Aixmi.gr

* Στη Βίκυ Κατεχάκη, που με μεγάλο επαγγελματισμό και απίστευτη υπομονή διαχειρίστηκε τον ορυμαγδό των κειμένων με τα οποία την «βομβάρδιζα» μέσω e-mail κάθε τρεις και λίγο…

* Στον φίλο μου Αλέξη Πολίτη, εκλεκτό μέλος της κοινωνίας των ιατρών και των «γαύρων», που με εισήγαγε στον υπέροχο κόσμο της «Αιχμής» και – πράγμα για το οποίο σίγουρα έχει μετανιώσει – έκανε το τελικό «προξενιό»…

* Στη Θάλεια, σκιώδη μα σημαντικότατη παρουσία πίσω από τα κείμενα, που περνούσε κάθε άρθρο από ψιλό κόσκινο πριν μου «επιτρέψει» να το υποβάλω για δημοσίευση, και που πολλάκις με γλίτωσε από κακοτοπιές που θα με εξέθεταν ανεπανόρθωτα…

* Στον φίλο μου και επιστημονικό συνεργάτη, τον Αριστείδη, λάτρη του «βάζελου» και του… Σοστακόβιτς, που με προσγείωνε πάντα στην πραγματικότητα, λέγοντας: «Αρκετή ήταν η πρώτη παράγραφος. Τι το ’θελες το υπόλοιπο;»

* Στους φίλους και τους συναδέλφους που, με απαράμιλλο τακτ, αντιστάθηκαν στον (απόλυτα κατανοητό) πειρασμό να πετάξουν τις ενημερώσεις που έστελνα, για τα νέα άρθρα μου, στον λάκκο των spam του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους, και πάντα είχαν μια καλή και ουσιαστική κουβέντα να πουν…

* Στους πολλούς μαθητές μου – παλιούς και νέους – που έγιναν φίλοι στο «φατσοβιβλίο» μόνο και μόνο για να πληροφορούνται τι καινούργιες «σοφίες» (lol) κατέβαζε, κάθε φορά, η εν απολύτω συγχύσει τελούσα κεφαλή του δασκάλου τους…

* Στον ηρωικό (μα εμφανώς διακατεχόμενο από μαζοχιστικά ένστικτα) αναγνώστη του Aixmi.gr που, σαν σύγχρονος Σίσυφος, έλεγε κάθε φορά: «ας του δώσω άλλη μια ευκαιρία»… Και πατούσε στο σχετικό link του άρθρου μου στην κεντρική σελίδα, για να βιώσει και πάλι εκείνο το γνώριμο αίσθημα της ματαιότητας που συνοδεύει την επίγνωση του χαμένου χρόνου!

Τέλος, τα κάλαντα και τις ευχές μου στέλνω σε όλους εκείνους που δοκιμάζονται – άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο – από τα δεινά της εποχής. Με την πεποίθηση πως δεν είναι μακριά η μέρα όπου η εικόνα ανθρώπων που ψάχνουν στα σκουπίδια, ή κοιμούνται στα πεζοδρόμια, θα αποτελεί αντικείμενο ρετρό φωτογραφίας και ξεθωριασμένη ανάμνηση αλλοτινών, βασανισμένων καιρών…

Εύχομαι σε όλους τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες του Aixmi.gr, ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ!

Aixmi.gr

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Pacta sunt servandα ή περασμένα ξεχασμένα για κατοχικό δάνειο & εγκληματίες πολέμου

Του Θανάση Γκότοβου

Ευτυχώς οι περισσότεροι από όσους κακοποιήθηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν ζουν πια. Έχουν φύγει όχι μόνον εκείνοι που πλήρωσαν με τη ζωή τους τον γερμανικό επεκτατισμό (ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν απλά μια από τις πιο επιθετικές εκφράσεις του, αλλά δεν ήταν η πρώτη), αλλά και όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν στη φρίκη της κατοχής.

Λέω «ευτυχώς», σκεπτόμενος πάντοτε πώς αισθάνονται με όσα συμβαίνουν σήμερα άνθρωποι όπως ο Μανόλης Γλέζος, που η μοίρα κανόνισε να ζήσουν τρεις διαδοχικές φάσεις των ελληνο-γερμανικών σχέσεων: τη σύγκρουση, την επαναπροσέγγιση και, τώρα, την περίοδο της εξάρτησης. Γιατί όσοι έφυγαν δεν χρειάστηκε να ζήσουν την ταπείνωση που βιώνουν πολλοί Έλληνες – όχι όλοι – όταν Γερμανοί αξιωματούχοι και δημοσιολόγοι ασκούν σήμερα πιέσεις συμμόρφωσης κραδαίνοντας το λατινικό ρητό pacta sunt servanda. Τα «pacta» είναι τα Μνημόνια, δηλαδή τρόπος του λέγειν συμφωνημένα. Μέχρι και η κ. Γκάμπι Τσίμερ της Αριστεράς καλεί τους Έλληνες πολιτικούς να κάνουν τα μαθήματά τους, πριν ζητήσουν ελάφρυνση του χρέους.

Ανεξάρτητα από το αν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών και οι δημοσιολόγοι φίλοι του προσπάθησαν να στριμώξουν μέσω της κ. Τσίμερ τον κ. Τσίπρα, άθλημα όχι ασύνηθες στην πολιτική, η εντύπωση παραμένει: Η Ευρώπη ζητά από την Ελλάδα να τηρήσει τις συμφωνίες. Η απαίτηση, όμως, να τηρηθούν τα συμφωνημένα – κάτι που προβάλλει κάθε φορέας μικρής ή μεγάλης ισχύος απέναντι στον ηττημένο – ακούγεται κάπως περίεργη όταν προέρχεται, και προέρχεται πολύ συχνά, από χείλη Γερμανών αξιωματούχων. Γιατί;

Επειδή είναι υποκριτική. Και είναι υποκριτική, όταν αυτός που την προβάλλει ως γενική αρχή, την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει το θέμα της εφαρμογής του κανόνα της αμοιβαιότητας με ένα αόριστο «περασμένα, ξεχασμένα». Με άλλα λόγια, όταν το ίδιο άτομο επικαλείται την ίδια στιγμή δύο αντικρουόμενες και αντιφατικές αρχές, ξέρεις ότι απέναντί σου έχεις έναν τεχνοκράτη της ισχύος. Που μπορεί να είναι ιταμός και υποκριτής ταυτόχρονα. Πιο απλά, αυτό που σου λέει είναι: η τήρηση των συμφωνημένων είναι βασική αρχή των πολιτισμένων εθνών, αλλά μόνο οι δυνατοί μπορούν να απαιτήσουν την εφαρμογή της. Διότι από την πλευρά του γερμανικού κράτους, του διαιρεμένου ή του ενωμένου μετά το 1990, δεν τηρήθηκαν τα συμφωνημένα απέναντι στην Ελλάδα σε δύο κρίσιμους τομείς: στον τομέα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, αλλά και στον τομέα της δίωξης των εγκληματιών πολέμου κατά την περίοδο της κατοχής – και δεν ήταν λίγοι.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο, έχει γίνει αρκετή δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα – μετά το 2009, δυστυχώς. Γιατί θα έπρεπε να είχε γίνει πολύ νωρίτερα. Αποτέλεσμα: η γερμανική πλευρά δεν αναγνωρίζει σήμερα τέτοια υποχρέωση. Δεν υπάρχουν εκκρεμότητες, λέει unisono η γερμανική πολιτική τάξη. Δεν μας αφορούν τα δάνεια που είχε συνάψει ο Αδόλφος. Ούτε πόσο κοστίζουν οι καταστροφές που προξένησαν τότε όργανα του γερμανικού κράτους, με τα οποία εμείς δεν έχουμε καμία σχέση, απλώς ανήκουμε στο ίδιο κράτος. Αυτά, άλλωστε, είναι περασμένα ξεχασμένα.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, την τιμωρία των εγκληματιών, οι κυβερνητικές ελίτ στην Ελλάδα προτίμησαν να μην πάρουν την υπόθεση στα σοβαρά. Ουσιαστικά ο μόνος κρατικός παράγοντας που επέμενε μεταπολεμικά στις διώξεις ήταν το Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου με επικεφαλής έναν ξεχωριστό δικαστή, τον Ανδρέα Τούση. Το Γραφείο καταργήθηκε όχι από τη γερμανική, αλλά από την ελληνική κυβέρνηση μετά τη συμφωνία Καραμανλή-Αντενάουερ για τη μεταβίβαση στη γερμανική Δικαιοσύνη της αρμοδιότητας για τη δικαστική διερεύνηση των εγκληματιών πολέμου. Πόσοι ήταν οι εμπλεκόμενοι σ’ αυτά πολίτες του Τρίτου Ράιχ, αξιωματούχοι και όργανα του γερμανικού κράτους, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονταν στους εκατοντάδες ειδικούς φακέλους του Γραφείου που δόθηκαν σταδιακά από τις μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις στη Δυτική Γερμανία; Γύρω στα 800 άτομα, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Ναι, εκτιμήσεις, διότι το 1975 η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε να απαλλαγεί από το υλικό αυτών των φακέλων, πολτοποιώντας το. Αυτή είναι η ελληνική πατέντα αναμέτρησης με το παρελθόν. Εφαρμόστηκε και αργότερα, τον Αύγουστο του 1989 με τη συγκυβέρνηση, μια ελαφρώς διαφορετική παραλλαγή, για λόγους εθνικής συμφιλίωσης…

Πόσοι δικάστηκαν από ελληνικά δικαστήρια πριν το 1959, τη χρονιά που έγινε η ελληνο-γερμανική συμφωνία; Ο αριθμός είναι μονοψήφιος. Πόσοι μετά; Κανένας απολύτως. Πόσοι δικάστηκαν από γερμανικά δικαστήρια πριν και μετά το 1960; Ούτε ένας. Δυο-τρεις που είχαν δικαστεί και καταδικαστεί από τα συμμαχικά δικαστήρια (δίκες της Νυρεμβέργης και οι παρεπόμενες) για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα εξέτισαν αστείες ποινές και μετά σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά στη νέα (Δυτική) Γερμανία.

Κάπως έτσι τηρήθηκαν τα συμφωνηθέντα μεταξύ Καραμανλή-Αντενάουερ σε ό,τι αφορά τη γερμανική πλευρά. Καθόλου μπεσαλίδικα, ομολογουμένως. Μα και οι Γερμανοί μπαταχτσήδες; Είναι δυνατόν; Πώς μπορεί ένα κράτος που συγκροτείται από πολίτες με ισχυρή συνείδηση καθήκοντος να παραβιάζει τα συμφωνηθέντα;

Έλα ντε…Εδώ είναι το πρόβλημα. Το (μισό) γερμανικό κράτος με το οποίο έγινε η συμφωνία, δεν πίστεψε ποτέ στην απονομή δικαιοσύνης στον τομέα των εγκλημάτων πολέμου. Δεν πίστευε ότι είναι απαραίτητες αυτές οι διαδικασίες εντοπισμού και εκδίκασης των εγκληματιών, ούτε πριν το 1959, ούτε όταν έκλεινε τη συμφωνία με την Ελλάδα. Αλλά μάλλον ούτε και οι ελληνικές κυβερνήσεις το πίστευαν. Υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά γεγονότα που δείχνουν το «κλίμα» της εποχής: οι περιπτώσεις του Μαξ Μέρτεν και του Γκύντερ Κόλβες.

Όταν ο Μαξ Μέρτεν, ο σύμβουλος της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης στην κατοχική Θεσσαλονίκη, ο άνθρωπος που εισήγαγε τους φυλετικούς νόμους στην πόλη αυτή και είχε άμεση εμπλοκή στη σύλληψη των Εβραίων και τη μεταφορά τους στα στρατόπεδα θανάτου της Πολωνίας, συνελήφθη το 1957 στην Ελλάδα – όχι λόγω κυβερνητικού ζήλου, αλλά χάρις στην ελαφρότητα ενός υπαλλήλου της γερμανικής πρεσβείας και στην ανεξαρτησία του δικαστή Ανδρέα Τούση – προφυλακίστηκε και καταδικάστηκε στις αρχές του 1959 σε πολυετή φυλάκιση, υπήρξαν πιέσεις για τερματισμό των διώξεων.

Ο Μέρτεν βγήκε την ίδια χρονιά από τη φυλακή και μεταφέρθηκε στο Βερολίνο ώστε να επιληφθεί, πλέον, της υποθέσεως η γερμανική δικαιοσύνη, σύμφωνα με τα «συμφωνηθέντα». Όντως, εκείνη επελήφθη και για τα ίδια αδικήματα τον αθώωσε πανηγυρικά, επειδή τα επιβαρυντικά στοιχεία ήταν, υποτίθεται, σαθρά και πρόχειρα – φτιαγμένα προφανώς από τους γνωστούς για την «τσαπατσουλιά» τους Έλληνες, σύμφωνα με το διαχρονικά επαναλαμβανόμενο στερεότυπο.

Ο Μαξ Μέρτεν ήταν ακόμη στη φυλακή, όταν τον Ιούνιο του 1959 ο ραλίστας Γκύντερ Κόλβες, κατηγορούμενος για εκτελέσεις αμάχων στο Ακρωτήρι Χανίων, συμμετείχε, για δεύτερη χρονιά, στο βασιλικό ράλι «Ακρόπολις». Αυτή τη φορά ο Τούσης δεν μπόρεσε να υπερνικήσει τις κυβερνητικές αντιστάσεις που δεν ήθελαν δεύτερο Γερμανό στις φυλακές. Ο Κόλβες συνελήφθη στις 3.6.1959 για να αφεθεί, με άνωθεν εντολή, λίγες ώρες μετά ελεύθερος και να ταξιδέψει με το ατμόπλοιο «Αγαμέμνων» προς Βρινδήσιον – ένας μπελάς λιγότερος για τον Καραμανλή.

Όλα τα τεκμήρια που είχε το Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου παρεδόθησαν πριν και μετά το 1959 από τις ελληνικές αρχές στο γερμανικό υπουργείο των Εξωτερικών. Εκείνο τα προώθησε στις οικείες δικαστικές αρχές προς διερεύνηση. Σε όλες τις περιπτώσεις – ακόμη και για φοβερά εγκλήματα όπως το Κομμένο, η Παραμυθιά, τα Καλάβρυτα, η Κλεισούρα, το Δίστομο, οι Πύργοι και το Μεσόβουνο – η έρευνα σταμάτησε στο στάδιο της προανάκρισης και έκλεισε με παύση της δίωξης. Για τους Γερμανούς ανακριτές δεν προέκυπταν ούτε από τα στοιχεία των ελληνικών αρχών, αλλά ούτε και από τις καταθέσεις των δραστών και των βοηθών τους, εγκληματικές πράξεις. Και δεν προέκυπταν, ή είχαν παραγραφεί, όχι επειδή οι σφαγές δεν είχαν γίνει – κάτι τέτοιο θα ήταν τερατώδες να ειπωθεί – αλλά επειδή πολλοί κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν, υποτίθεται, να εντοπιστούν λόγω αγνώστου διαμονής ή ταυτότητας. Άλλοι είχαν πεθάνει. Και αυτοί που τελικά εντοπίστηκαν, κρίθηκε ότι δεν είχαν ταπεινά κίνητρα για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, ώστε οι πράξεις τους να εμπίπτουν στην κατηγορία της δολοφονίας, που δεν είχε παραγραφεί και θα μπορούσε ακόμη να διωχθεί. Οι σφαγές ονομάστηκαν από τους ανακριτές – μερικοί εξ αυτών είχαν υπηρετήσει οι ίδιοι στη Βέρμαχτ ως στρατοδίκες – «ανθρωποκτονίες», δηλαδή πράξεις που συμβαίνουν στον πόλεμο, ιδιαίτερα όταν επιβάλλεται η χρήση αντιποίνων εναντίον του άμαχου πληθυσμού για πράξεις ανταρτών κατά της κατοχικής αρχής.

Κάπως έτσι υπηρετήθηκαν τα «συμφωνημένα» από τη μεταπολεμική δυτικογερμανική Δικαιοσύνη. Η κ. Μέρκελ, βεβαίως, ήταν τότε στη Λαϊκή Δημοκρατία και έγραφε τη διατριβή της, γι αυτό και δεν είδε τίποτα, δεν άκουσε τίποτα και δεν γνωρίζει τίποτα. Έτσι μπορεί σήμερα να πει «μη με μπερδεύετε εμένα με τα δάνεια του Χίτλερ και τα εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα». Αλλά οι άλλοι; Ούτε αυτοί είχαν ακούσει τίποτα; Και πώς απαντά σήμερα με μια φωνή ο γερμανικός πολιτικός κόσμος όταν τίθεται – όχι από κυβερνητικούς παράγοντες της Ελλάδας, για το όνομα του Θεού … – το ζήτημα της τήρησης των «συμφωνημένων»; Πολύ απλά με το επιχείρημα ότι η αναμόχλευση του παρελθόντος δεν συμβάλλει στη βελτίωση των ελληνο-γερμανικών σχέσεων και δυσχεραίνει τη χορήγηση των νέων δανείων. Αυτό που συμβάλλει, όμως, είναι η πίεση για μονομερή τήρηση των «συμφωνημένων» από την πλευρά της Ελλάδας, που πρέπει τώρα να αποδείξει ότι έχει μπέσα – υπάρχει και το ιστορικό άγος της perfidia Greacorum.

Γιατί, άραγε, δεν ίσχυσε το ίδιο για όλα τα θύματα του γερμανικού κράτους την ίδια περίοδο; Γιατί το δόγμα «περασμένα ξεχασμένα» ίσχυσε μόνο για ορισμένους δολοφονημένους; Γιατί ο γερμανός φορολογούμενος, ανεξαρτήτως εθνοτικής καταγωγής, δέχεται αγόγγυστα να πληρώνει ακόμη αποζημιώσεις για ορισμένα από τα θύματα του Ολοκαυτώματος, αλλά αποκρούει μετά βδελυγμίας τη σκέψη για καταβολή αποζημιώσεων και νόμιμων οφειλών σε άλλα;

Γιατί άλλα τα μάτια του λαγού, και άλλα της κουκουβάγιας, όπως λέει και το λαϊκό άσμα. Γιατί δεν είναι το ίδιο όλοι οι εκπρόσωποι κρατών και οργανισμών. Κάποιοι γνωρίζουν πώς να διεκδικούν αυτά που αναλογούν στους πολίτες του κράτους ή στα μέλη της οργάνωσης που εκπροσωπούν. Κάποιοι άλλοι γνωρίζουν πώς να παραιτούνται από αυτά. Η ελληνική κυβέρνηση ευδόκησε το 2010 να καταργήσει το νόμο 3933/1959 και το διάταγμα 4016/1959 που μεταβίβαζαν στο γερμανικό κράτος την αρμοδιότητα για την εκδίκαση υποθέσεων όπως αυτές του Μέρτεν και του Κόλβες. Προφανώς για να ανοιχτούν οι τάφοι των εμπλεκομένων και να προσαχθούν οι σκελετοί τους στα ελληνικά δικαστήρια.

Πηγή: Aixmi.gr

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Βραβείο Νόμπελ στους αμαρτωλούς

Της Ντίνας Εξάρχου

Το βραβείο Νόμπελ δεν το πήρε η Ιρένα Σέντλερ η Γερμανίδα ηρωίδα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 98 ετών), που εργαζόταν σαν υδραυλικός υπονόμων στο γκέτο της Βαρσοβίας και έσωσε 2.500 Εβραιόπουλα από τους χιτλερικούς θαλάμους των αερίων (είχε προταθεί για Νόμπελ το 2007).

Το βραβείο Νόμπελ το πήρε φέτος η αμερικάνικη «Μονσάντο» η αμαρτωλή εταιρία που παράγει χημικά λιπάσματα, φυτοφάρμακα, μεταλλαγμένους σπόρους σιταριού, καλαμποκιού, σόγιας, βαμβακιού και πατάει επί πτωμάτων προκειμένου να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο και τη μονοπώληση της τροφής στον πλανήτη.

Οι συνέπειες της πολιτικής και της πρακτικής της εταιρίας αυτής κάθε άλλο παρά για βραβείο Νόμπελ είναι:

* Οι καλλιέργειες των μεταλλαγμένων είναι πλέον ανεξέλεγκτες σε όλο τον κόσμο.

* Η φτωχοποίηση των αγροτικών πληθυσμών είναι εκρηκτική. Στην Ινδία 270.000 αγρότες, απόλυτα εξαρτημένοι από την «Μονσάντο» και καταχρεωμένοι στις τράπεζες, έχουν αυτοκτονήσει από το 1995 ως το 2012.

* Οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία είναι πολύ σοβαροί.

* Η απώλεια της βιοποικιλότητας και η χειραγώγηση της φύσης με τη χρήση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων είναι εγκληματική (βλέπε τις φυσικές καταστροφές που γίνονται στον υπερθερμασμένο πλανήτη μας με πρόσφατη την τρομακτική καταστροφή στις Φιλιππίνες).

Πώς και τι το ήθελε η «Μονσάντο» το Νόμπελ αυτή την εποχή που κλονίζεται παγκόσμια το επιχείρημα ότι τα μεταλλαγμένα προιόντα θα λύσουν το πρόβλημα του επισιτισμού στη γη.

Πώς και τι το ήθελε η «Μονσάντο» το βραβείο αυτή την εποχή, που επιδιώκει με τρόπο ποινικά κολάσιμο να κάμψει την αντίσταση των αντιφρονούντων και να εξαπλωθεί ταχύτατα στη διεθνή αγορά.

Το ήθελε και το πέτυχε δωρίζοντας σ΄αυτούς που της έδωσαν το Νόμπελ πέντε εκατομμύρια δολλάρια!

Η Ιρένα Σέντλερ δεν είχε λεφτά για να λαδώσει τους κριτές της. Μεγάλη καρδιά είχε και «τσαγανό» τότε που μεροκαματιάρισσα στο γκέτο της Βαρσοβίας φυγάδευε τα Εβραιόπουλα κρύβοντάς τα μέσα στην εργαλειοθήκη της (τα μωρά) ή σε ένα μεγάλο λινατσένιο σάκο, που κουβαλούσε στην καρότσα του φορτηγού της.

Είχε και τον σκύλο της πάνω στην καρότσα και τον είχε εκπαιδεύσει να γαυγίζει την ώρα που το αυτοκίνητο περνούσε από την πύλη του γκέτο, για να μην ακούγονται τα κλάμματα των κρυμμένων παιδιών.

Μια μέρα, περνώντας το φορτηγό από την πύλη, ο σκύλος παραδόξως δεν γαύγισε. Οι Γερμανοί φρουροί άκουσαν τα κλάμματα των παιδιών, τα έβγαλαν από τις κρυψώνες τους, συνέλαβαν την Ιρένα, τη βασάνισαν, τής έσπασαν τα χέρια και τα πόδια και την έκλεισαν στη φυλακή.

Μετά την απελευθέρωση η Ιρένα τα κατάφερε και βρήκε τους εν ζωή γονείς των παιδιών που είχε φυγαδεύσει από το γκέτο και τους παρέδωσε τα παιδιά τους. Τα παιδιά των γονιών που είχαν πεθάνει στα στρατόπεδα των ναζί τα τακτοποίησε σε ανάδοχες οικογένειες ή σε θετούς γονείς.

www.dinaexarhou.com

Πηγή: Aixmi.gr

Επιμύθιον: Nobel Prize? Who the f... cares?!!

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Οι «Άριοι» και οι καταραμένοι…

Σε κλασική κινηματογραφική ατάκα ("Το νησί των γενναίων"), ο Δήμος Σταρένιος είχε πει: "Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας!" Σε σύγχρονη, ηπιότερη εκδοχή, η ατάκα έγινε: "Έχει δίκιο η Τρόικα!" Όμως, πόσο έχουν στ' αλήθεια αλλάξει οι "φίλοι" μας από τότε; Ένα ερώτημα που θα μπορούσε να είναι ρητορικό...

Με αφορμή ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ της τηλεόρασης, κι ένα άρθρο ενός φωτισμένου Δασκάλου...

Ένα πρόσφατο ρεπορτάζ της Βίκυς Κατεχάκη στο MEGA με έκανε, για μια ακόμα φορά, να συνειδητοποιήσω την αξία κάποιων αγαθών που (ντρέπομαι που το ομολογώ) θεωρώ ως δεδομένα. Όπως, για παράδειγμα, την στοιχειωδώς «αυτονόητη» δυνατότητά μου να φωτίζω τον χώρο του σπιτιού μου, να ζεσταίνω το φαγητό ή να ανάβω το θερμοσίφωνο, με το απλό πάτημα ενός κουμπιού. Προνόμια που η φοβερή κρίση που κατατρώει τη χώρα, έχει αφαιρέσει από δεκάδες χιλιάδων συνανθρώπων μου. Εκείνων που ζουν «Με το ρεύμα κομμένο», όπως είναι ο τίτλος του ρεπορτάζ της καλής δημοσιογράφου…

Το δικό μας μερίδιο ευθύνης γι’ αυτή την εθνική συμφορά, είμαι ο τελευταίος που θα το αρνηθεί. Ναι, τα ανακλαστικά αυτοσυντήρησης του – κατώτερου των περιστάσεων – πολιτικού συστήματος οδήγησαν στη δημιουργία ενός κράτους-τέρατος. Ναι, αφεθήκαμε να μας παρασύρει η απατηλή γοητεία του νεοπλουτίστικου υπερκαταναλωτισμού. Και, ναι, καλομάθαμε στην υπέρμετρη – συχνά, σκανδαλωδώς καταχρηστική – καλοζωία με δανεικά που (γνωρίζαμε πως) δεν θα μπορούσαν ποτέ να ξεπληρωθούν…

Στο βάθος ακόμα και της πλέον ακραιφνούς αντιμνημονιακής σκέψης είναι, φαντάζομαι, αποδεκτό ότι άλλη διέξοδος για τη συνέχιση της ύπαρξης της χώρας δεν υπήρχε από τη στροφή προς τους Ευρωπαίους «φίλους» μας για βοήθεια. Όμως, όπως επισημαίνει ο Θανάσης Γκότοβος σε πρόσφατο άρθρο του:

«… η Ευρώπη της μεταδιπολικής εποχής, της εποχής της Ενωμένης Γερμανίας, είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που ξέραμε και στην οποία πιστέψαμε. Τι άλλο βιώνουμε σήμερα παρά μια Ευρώπη ανίκανη απέναντι στο παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο (…); Μια Ευρώπη που μιλά – χωρίς να μπορεί να πείθει – για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αλλά που την ίδια στιγμή αφήνει ανυπεράσπιστο τον άνθρωπο απέναντι στις ορέξεις των οργανωμένων κανιβάλων των αγορών. Ζούμε, εν ολίγοις, μια Ευρώπη αξιοθρήνητη και αναξιόπιστη που πολύ δύσκολα μπορείς να συμπαθήσεις.»

Ηγεμονικό ρόλο στον καθορισμό της μοίρας της χώρας – μα, σε μεγάλο βαθμό, και της ίδιας της Ευρώπης, γενικότερα – έχει αναλάβει η πανίσχυρη «νέα» Γερμανία. Για τον βαθμό οικονομικής ιδιοτέλειας των προθέσεών της δεν μπορώ να έχω άποψη (εξάλλου, δεν είμαι ειδικός). Θα σταθώ, όμως, στον ηθικιστικό συμβολισμό που παρεμφαίνει η στάση της χώρας αυτής απέναντι στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στην κοινή αντίληψη μιας ξεκάθαρα «τιμωρητικής» πολιτικής που στοχεύει να κάνει τη χώρα μας παράδειγμα προς αποφυγή για τις υπόλοιπες της Ευρώπης. Σαν τον μαθητή που υποχρεώνει ο δάσκαλος να παρακολουθήσει το μάθημα όρθιος και με την πλάτη γυρισμένη στον τοίχο!

Κάτι παραπάνω γνωρίζει, ασφαλώς, η Γερμανία από «τιμωρητικές» πολιτικές. Ή, για να είμαι ακριβής, μη-τιμωρητικές! Στο σημείο αυτό – και με την ελπίδα ότι εξακολουθεί να με αντέχει ο αναγνώστης – θα ήθελα να παραθέσω απόσπασμα από παλιότερο άρθρο μου στο «Βήμα»:

«Βερολίνο, 1945. Οι εξαθλιωμένοι κάτοικοι κάνουν ουρές για λίγο ψωμί, λίγο γάλα, ένα σαπούνι… Η μαύρη αγορά ακμάζει. Οι Αμερικανοί θριαμβευτές εισέρχονται στην αρχή σαν δίκαιοι τιμωροί ενός λαού που ανέδειξε στην εξουσία έναν σφαγέα εκατομμυρίων ανθρώπων. Αφήνουν τους Γερμανούς να λιμοκτονούν (όπως κι εκείνοι είχαν κάνει στις χώρες που κατέκτησαν) και ξεκινούν την υλοποίηση του σχεδίου Morgenthau(*) για εξάλειψη της Γερμανικής βιομηχανίας και μετατροπή της Γερμανίας σε γεωργική χώρα. Ο Αμερικανικός πολιτικός ρεαλισμός, όμως, σύντομα θα αντιληφθεί πως μια κατεστραμμένη και πεινασμένη Γερμανία θα ήταν εύκολη λεία στις εξ ανατολών κομμουνιστικές επιρροές. Από την άλλη, μια ισχυρή, ευημερούσα Γερμανία θα μπορούσε να γίνει ιδανικό παρατηρητήριο των Αμερικανών στην Ευρώπη, στο πλαίσιο της ‘προστασίας’ που της προσέφεραν έναντι της Σοβιετικής απειλής. (Το κατά πόσον η απειλή αυτή λειτούργησε ως πρόσχημα υπερατλαντικής παρουσίας – και, εν τέλει, επικυριαρχίας – στην Ευρώπη, με τη Δυτική Γερμανία στο ρόλο πειθήνιου φερέφωνου, είναι πάντα θέμα προς συζήτηση…)

Κι έτσι συντελέστηκε το μεταπολεμικό ‘Γερμανικό θαύμα’, με σημαντική Αμερικανική οικονομική βοήθεια αλλά και πολιτική υποστήριξη. Όσο για τα εγκλήματα ενός λαού εναντίον πολλών άλλων, τα συμψήφισαν και τα απόσβεσαν οι δίκες λίγων επιφανών Ναζί στη Νυρεμβέργη…»

Πόσο δίκαιη, τελικά, είναι η Ιστορία; Η ερώτηση είναι σαφώς αφελής, σε έναν κόσμο που κυβερνάται από τους νόμους του Δαρβίνου σε εκδοχή Herbert Spencer! Στη λογική του επικυρίαρχου σκληρού πραγματισμού της εποχής, γιατί θα έπρεπε, άραγε, να κρίνουμε ακόμα και τον ίδιο τον ναζισμό στη βάση του ηθικού διπόλου «δίκαιο-άδικο», αντί του ρεαλιστικότερου «ισχύς-αδυναμία»;

Τραβώντας αυτή τη λογική στα άκρα, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί: Σε τι διαφέρει, κατ’ ουσία, αυτός ο κόσμος από εκείνον που αιματοκυλίστηκε δύο φορές κατά τον εικοστό αιώνα; Και, πιο συγκεκριμένα, πόσο έχει αλλάξει στ’ αλήθεια (πέρα από τις όποιες φαινομενολογικές αντιρατσιστικές ψευτο-ρητορείες της) η χώρα που, κατά τεκμήριο, ευθύνεται γι’ αυτό το αιματοκύλισμα;

Δεν είμαι σε θέση να το εξηγήσω απόλυτα, μα τούτο το ερώτημα ηχεί στ’ αυτιά μου – που λατρεύουν τον Beethoven, τον Brahms και τον Wagner – σχεδόν ρητορικό…

(*) Henry Morgenthau (1891-1967): Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ επί προεδρίας F.D.Roosevelt. Εισηγήθηκε σκληρά οικονομικά μέτρα για τη μεταπολεμική Γερμανία, έτσι ώστε αυτή να μην απειλήσει ξανά την παγκόσμια ειρήνη.

Aixmi.gr

Επιμύθιον: Το να κατηγορούμε την Ιστορία για έλλειψη δικαιοσύνης, είναι σαν να κατηγορούμε το λιοντάρι για έλλειψη τακτ τη στιγμή που ετοιμάζεται να κατασπαράξει το θήραμά του!

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Μνημόνια και ρουσφέτια

Άρθρο του Θανάση Γκότοβου, αληθινή μαχαιριά στον κυνισμό της εποχής!

Έχει κανείς συχνά την αίσθηση στη χώρα αυτή ότι φτάσαμε στο σημείο να αρνούμαστε πεισματικά το προφανές: ότι η συνταγή που έχουν εκπονήσει και επιβάλει οι δανειστές της χώρας, προκειμένου να τη «σώσουν», περιέχει κατ’ ανάγκην ιδεολογία, συνεπώς ούτε αντικειμενική είναι, ούτε αναπόφευκτη. Και να πιστεύουμε ότι μόνο η κριτική και η αντίθεση απέναντι σ’ αυτό που συντελείται εδώ και τέσσερα χρόνια έχει ιδεολογική φόρτιση: είναι μαρξιστική, εθνικιστική, λαϊκιστική κλπ.

Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, όταν δεν πρόκειται να τα βάλουν εκείνοι των οποίων οι αφηγήσεις είναι – και δεν μπορεί παρά να είναι – ιδιοτελείς.

Το πώς οφείλει στο εξής να είναι δομημένο και να λειτουργεί το οικονομικό μοντέλο «Ελλάς» – για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της Γερμανίδας καγκελαρίου για την Κύπρο – δεν καθορίζεται στην Ελλάδα, από Έλληνες πολιτικούς και πολίτες. Οι τελευταίοι μπορούν να εγκρίνουν ή όχι, και μάλιστα σε χρόνο που επιλέγουν άλλοι, αυτό το μοντέλο υπό τη δαμόκλειο σπάθη της άτακτης χρεοκοπίας. Αλλά μέχρι εκεί. Δυνατότητα επινόησης ή μεταφοράς άλλου διαχειριστικού προτύπου δεν προβλέπεται από τους πιστωτές, ακόμη και αν η χώρα διέθετε σαφή πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο – που δεν φαίνεται προς το παρόν να διαθέτει.

Το πώς θα αντιδρούσαν οι δανειστές, και συγκεκριμένα οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν υπήρχε αυτή η βούληση, δεν το γνωρίζουμε. Άλλωστε το ενδεχόμενο να αναγκαστούν, λόγω πολιτικών ανατροπών στην Ελλάδα, να σχεδιάσουν και να πραγματώσουν μια τέτοια αντίδραση, παραμένει κατά την άποψή τους μακρινό, παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης και της διαχείρισής της στον πληθυσμό.

Το οικονομικό μοντέλο «Ελλάς», έτσι όπως το φαντάζονται οι χρηματαγορές και ο κυρίαρχος, πλέον, στην Ευρωπαϊκή Ένωση γερμανικός οικονομικός εθνικισμός, είναι εφαρμογή της πιο επιθετικής οικονομικής ιδεολογίας που έζησε η Ευρώπη τα τελευταία εβδομήντα χρόνια: του μεταδιπολικού οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Κατανοώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν αυτό το μοντέλο ως ευλογία, όταν η εφαρμογή του ενισχύει και υπηρετεί τα ταξικά (κανονικά θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω το επίθετο που προέρχεται από το ουσιαστικό «κάστα», αν υπήρχε) συμφέροντα. Όπως, όμως, κατανοώ ότι υπάρχουν άνθρωποι, πολύ περισσότεροι, που το βλέπουν σαν κατάρα, και που προσπαθούν να αντισταθούν σ’ αυτό όχι για να πλουτίσουν ή να κάνουν καριέρα, αλλά για να επιβιώσουν. Διότι ο τρέχων νεοφιλελευθερισμός δεν προβλέπει ούτε βιολογική, ούτε – πολύ περισσότερο – οικονομική επιβίωση για όλους, παρά μόνο για όσους αντέξουν τον ανταγωνισμό.

Και εδώ αρχίζει το πρόβλημα της κοινωνικής συνοχής. Ο νεοφιλελευθερισμός εξ ορισμού διχάζει την κοινωνία. Και τη διχάζει ακόμη περισσότερο, όταν συνδυάζεται με τον πελατειακό χαρακτήρα του κράτους, με την ευνοιοκρατία. Όταν το νεοφιλελεύθερο κράτος συνυπάρχει με το παρακράτος του κόμματος στη δημόσια διοίκηση, το κοινωνικό ρήγμα γίνεται αγεφύρωτο.

«Alle gleich, alle gleich!» («Όλοι το ίδιο»), φώναζε ο Rubenstein περπατώντας στους δρόμους του γκέτο της Βαρσοβίας, μας πληροφορεί ο Gustavo Corni. Ο ιδιόρρυθμος νεαρός ζητιάνος ήθελε να πει ότι οι διακρίσεις μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών, των μορφωμένων και των απαίδευτων, των κανονικών και των αποκλινόντων Εβραίων είχαν πάψει, πλέον, να υφίστανται με την ίδρυση του Γκέτο. Η ίδια συνθήκη – η συνθήκη του Γκέτο – ίσχυε για όλους, πλούσιους και φτωχούς. Είχε και δεν είχε δίκιο ο Rubenstein. Γιατί στο Γκέτο υπήρξε εξίσωση, αλλά και μεγάλες κοινωνικές διαφορές ταυτόχρονα.

Ο διχασμός της σημερινής ελληνικής κοινωνίας δεν αφορά αποκλειστικά τα στρατόπεδα «Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο», δηλαδή νεοφιλελεύθερη vs σοσιαλδημοκρατική ή σοσιαλιστική οικονομία. Δεν αφορά μόνο το δίπολο «παγκοσμιοποίηση vs εθνική παράδοση και ταυτότητα». Δεν αφορά τόσο το δίπολο «Δεξιά-Αριστερά». Αφορά, κυρίως, τη διχοτόμηση της κοινωνίας εξ αιτίας της τύχης που επιφυλάσσουν οι κυβερνώσες ελίτ στους πολίτες, εξ αιτίας της διαφορικής μεταχείρισης, της παροχής εύνοιας στους μεν και εφαρμογής – γνήσιας ή καταχρηστικής – του (έκτακτου) νόμου στους δε.

Ο διχασμός αυτός τρέφεται από το καθιερωμένο και ανθεκτικό στην κρίση δόγμα ότι σε όλα τα επίπεδα το κόμμα είναι πάνω από τη διοίκηση. Έτσι υπάρχει η βούληση του κόμματος ως αυτοτελής υπερκείμενη βούληση, η οποία επιβάλλεται στη θεσμικά προσδιορισμένη βούληση της διοίκησης, δηλαδή στη βούληση του νομοθέτη. Η ανομία στη χώρα αυτή, εδώ και δεκαετίες, δεν ξεκινά ούτε τελειώνει με τις καταλήψεις των μαθητών και των φοιτητών.

Ξεκινά με την αόρατη κατάληψη της διοίκησης από τους κομματικούς κομισάριους. Μια κατάληψη χωρίς πανό και συνθήματα, χωρίς τα καθιερωμένα σύμβολα της εξέγερσης. Αβρή στη μορφή, αλλά σκληρή στην ουσία: η βούληση του κομματικού μηχανισμού πρέπει να γίνει πράξη, πέραν τούτου ουδέν. Η διαπραγμάτευση, αν χρειάζεται, αφορά το πώς, όχι το εάν.

Ας δούμε ορισμένα ρεαλιστικά παραδείγματα για να το εμπεδώσουμε καλύτερα:

Φανταστείτε τον εαυτό σας σε κάποιο διοικητικό πόστο, π.χ. στο υπουργείο Παιδείας. Υποτίθεται ότι υπάρχουν διοικητικοί κανόνες που πρέπει να τηρήσετε όταν υπογράφετε. Εμφανίζεται τότε κάποιος τύπος μπροστά σας και δηλώνει ότι είναι σύμβουλος της ηγεσίας, άτυπος εννοείται. Στην πραγματικότητα είναι κομματικός κομισάριος, φορέας της βούλησης του μηχανισμού ο οποίος υπάρχει, κυρίως, για τη διαχείριση του τομέα της εύνοιας προς τους ημετέρους. Και σας λέει να ετοιμάσετε την απόσπαση του τάδε προσώπου που πρέπει να γίνει σύμβουλος στο Μόναχο, όπου το επιμίσθιο είναι υψηλό, νηπιαγωγός στο Βούπερταλ όπου όμως υπάρχουν ήδη αρκετοί νηπιαγωγοί για τα πέντε νήπια, ή γυμναστής στη Σουηδία για…σουηδική γυμναστική στους Ελληνόπαιδες.

Η αρχή «δάνειο έναντι μεταρρυθμίσεων» μεταφράζεται εδώ στην αντίστοιχη «ρουσφέτι αντί υποχρέωσης για κομματική αφοσίωση». Εάν ο υπάλληλος – δηλαδή εσείς – είναι δύστροπος, απειλείται ότι μπορεί να πάει σε άλλο πόστο, διότι δεν συνεργάζεται αρμονικά με τον φορέα της βούλησης της ηγεσίας και δημιουργεί προσκόμματα στη διοίκηση. Εάν είναι ξεροκέφαλος και επιμένει να είναι προσηλωμένος στο νόμο, ενδέχεται να του έρθει την ίδια μέρα non paper – όχι πρωτοκολλημένο έγγραφο, γιατί αυτό δύσκολα εξαφανίζεται – από υπερκείμενο γραφείο που να λέει ότι οι υπάλληλοι οφείλουν γενικώς να συνεργάζονται με τους συμβούλους και να υπογράφουν ότι τους ζητείται. Η πίεση στους ευόρκως εργαζομένους υπαλλήλους να γίνουν επίορκοι για να υπηρετήσουν το κόμμα, είναι μεγάλη.

Ορισμένοι υποκύπτουν, για να μην έχουν μπελάδες βραχυπρόθεσμα, ελπίζοντας ότι δεν θα γίνει κάποιο ατύχημα μακροπρόθεσμα. Άλλοι ανθίστανται, για να μην έχουν μπελάδες στο μέλλον, αν γίνει κάποιος έλεγχος που θα τους καταστήσει, ως υπογράφοντες, αποκλειστικά υπευθύνους. Άλλοι αντιστέκονται απλά για λόγους αρχής. Υπάρχουν ακόμη ρομαντικοί υπάλληλοι στη διοίκηση, όσο παράξενο κι αν φαίνεται.

Ο διπλός διχασμός – διαίρεση προυχόντων/πληβείων συν διαίρεση ημετέρων/ξένων – είναι πιθανό να οδηγήσει κάποια στιγμή σε κοινωνική έκρηξη. Όχι, ίσως, όπως την ξέρουμε από τα βιβλία, με βίαια επεισόδια και καταστροφές, αλλά με αντικατάσταση της μεταπολιτευτικής ελίτ από μία άλλη, μέσω της κατάρρευσης των πολιτικών φορέων που μέχρι χθες την υποβάσταζαν. Η συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να μείνει η μόνη πολιτική συρρίκνωση που θα ζήσει η χώρα. Ούτε μπορεί να βοηθήσει περισσότερο από ό,τι ήδη έκανε ο Κορυδαλλός ως από μηχανής θεός.

Ο πολιτικός σεισμός θα έρθει, πιθανότατα, όταν γίνουν εθνικές εκλογές και μέσω αυτών η αξιολόγηση των ελίτ. Τι θα ακολουθήσει μετά, κανείς δεν γνωρίζει. Αλλά ο φόβος του άγνωστου δεν φαίνεται να συγκρατεί πλέον την οργή του πολίτη, όταν η οργή και η απόγνωση μετασχηματιστούν σε απέχθεια και αηδία για τους εκπροσώπους ενός παλαιού κόσμου που θεωρεί υπεύθυνους για την εξαθλίωσή του. Αν ο φόβος αυτός ήταν μέχρι τώρα ο καλύτερος σύμμαχος των πραγματιστών της ελίτ, με την απώλεια του φόβου οι διαχειριστές της μετάβασης έχουν χάσει έναν πολύτιμο βοηθό. Ούτε «ελιές», ούτε άλλα ειρηνικά σχήματα μπορούν να προλάβουν το τρένο των παραδοσιακών συμμαχιών που έχει φύγει. Και η Ευρώπη δεν πρόκειται να στείλει νέο τρένο, περί άλλων μεριμνά και τυρβάζει.

Γιατί η Ευρώπη της μεταδιπολικής εποχής, της εποχής της Ενωμένης Γερμανίας, είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που ξέραμε και στην οποία πιστέψαμε. Τι άλλο βιώνουμε σήμερα παρά μια Ευρώπη ανίκανη απέναντι στο παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο, όπου το πιο «τολμηρό» που μπορεί να κάνει είναι να ταπεινώσει έναν Έλληνα πρωθυπουργό με χυδαίες εκφράσεις επειδή ζητά να εκφραστεί σε «λάθος στιγμή» η γνώμη του λαού. Μια Ευρώπη που ψηφίζει αντιρατσιστικούς νόμους που απαγορεύουν τη δημόσια έκφραση, όταν αυτή είναι «λαθεμένη», αλλά που ταυτόχρονα κατακρίνει τους πιστούς του Ισλάμ στην Ευρώπη όταν εκείνοι ζητούν το ίδιο: να απαγορεύεται η «λαθεμένη» γνώμη – π.χ. με τα σκίτσα – για τον προφήτη.

Μια Ευρώπη που μιλά – χωρίς να μπορεί να πείθει – για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αλλά που την ίδια στιγμή αφήνει ανυπεράσπιστο τον άνθρωπο απέναντι στις ορέξεις των οργανωμένων κανιβάλων των «αγορών». Ζούμε εν ολίγοις μια Ευρώπη αξιοθρήνητη και αναξιόπιστη που πολύ δύσκολα μπορείς να συμπαθήσεις. Προς τι, λοιπόν, ο υποκριτικός κοπετός για την επικείμενη άνοδο της εθνικιστικής Δεξιάς στις επόμενες ευρωεκλογές σε μια τέτοια Ευρώπη; Είναι δυνατόν να διαμαρτύρονται για το φαινόμενο εκείνοι που εξ αντικειμένου έχουν καταστεί με τις πολιτικές τους οι βασικοί του αρωγοί;

Πηγή: Aixmi.gr


Σχόλιο Aekphile:

Το ανάρτησα στο F/B, στη σελίδα των παραγωγών σκληρά νεο-φιλελεύθερης εκπομπής του "Αθήνα 984" (της οποίας, ως δημότης Αθηναίων, εκών-άκων είμαι χορηγός), με το ακόλουθο συνοδευτικό σχόλιο:

«Προς όλους όσους ομνύουν στην κυνική δικτατορία των αγορών που κονιορτοποιεί, χλευάζοντας, κάθε απομεινάρι της έννοιας «άνθρωπος»: Θα βρεθεί ΕΝΑΣ να αρθρώσει πειστικό αντίλογο σε σκέψεις σαν τις παρακάτω; Για να ηρεμήσει λίγο κι η ψυχή μας – όση έχει απομείνει, τελοσπάντων…»

Σημειώνω (χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία) ότι οι παραγωγοί της εκπομπής είναι οπαδοί της ΑΕΚ...

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Με το ρεύμα κομμένο...


"Για το πρώτο εξάμηνο του 2013, οι διακοπές ρεύματος λόγω χρέους έφθασαν τις 173.000, ενώ το 2012 ήταν στο σύνολό τους 325.000. Σύμφωνα με την εταιρεία, στο 60% των περιπτώσεων, η επανασύνδεση του ρεύματος γίνεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ στο 30% των αποκοπών δεν γίνεται επανασύνδεση καθώς πρόκειται για περιπτώσεις ακινήτων, που δεν χρησιμοποιούνται πλέον από τους ιδιοκτήτες τους..."

Ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ από την δημοσιογράφο του MEGA, Βίκυ Κατεχάκη.

Δείτε το video

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Ρατσισμός: Καλώς τον τιμωρούμε. Μήπως πρέπει και να τον ορίσουμε;

Μεγάλη συζήτηση γίνεται τις μέρες αυτές και πάλι για τον αντιρατσιστικό νόμο. Δηλώνω ευθύς εξαρχής (προς αποφυγή παρερμηνείας των προθέσεών μου) ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου νόμου είναι αναγκαία, τόσο για λόγους αμιγώς ηθικούς, όσο και για λόγους συμβατότητας με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αν όμως κάποιος θέλει να εξετάσει το θέμα του ρατσισμού δίχως το φίλτρο μιας (απόλυτα κατανοητής) ηθικολογίας, θα πρέπει να αναρωτηθεί αν αυτή τούτη η έννοια βάσει της οποίας στοιχειοθετείται μια αξιόποινη πράξη, είναι καλώς και πλήρως καθορισμένη. Με άλλα λόγια, ίσως ο ρατσισμός θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικότερα από καθαρά εννοιολογική άποψη, προτού η Δικαιοσύνη εκδώσει αδιάτρητες και μη αμφισβητήσιμες ετυμηγορίες για πράξεις, υποτίθεται, ρατσιστικές.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απλά και μόνο μια απόπειρα εννοιολογικής προσέγγισης στον ρατσισμό. Μια προσπάθεια εύρεσης, δηλαδή, ενός κοινά αποδεκτού εννοιολογικού πλαισίου – πέραν αυτού που μας υποδεικνύουν τα λεξικά – βάσει του οποίου θα μπορούσε κάποιος να κρίνει, κατά το δυνατόν αντικειμενικά, αν μια δοσμένη συμπεριφορά είναι ή όχι ρατσιστική...

Διαβάστε τη συνέχεια...

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Πολιτικοί διάλογοι στο δελτίο των «οκτώ»


– Απατεώνες! Αφού τα φάγατε καλά-καλά, πήγατε μετά και μας φέρατε τα μνημόνια!

– Τι λες, ρε γελοίο υποκείμενο; Για ρώτα τον αρχηγό σου τον καραγκιόζη, να σου πει πού θα τα εύρισκε αυτός!

– (Φωνή από το βάθος του στούντιο, ψιθυριστά:) Κάν’ τους σινιάλο να κρατήσουν λίγο ακόμα τον καυγά. Θέλουμε δύο λεπτά ως τις διαφημίσεις!


Aixmi.gr

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Η πεταλούδα και το κουλούρι (μια απλή ιστορία)

* Το μικρό αυτό αλληγορικό διήγημα που παρουσιάζεται, σε αναθεωρημένη έκδοση, στο αναγνωστικό κοινό του Aixmi.gr, πρωτοδημοσιεύθηκε σε ηλεκτρονική μορφή στην (παλιά) «Ελευθεροτυπία» και στο «Βήμα». Γράφτηκε σε μια εποχή που ο τόπος αυτός είχε μόλις αρχίσει να αποτελεί αποδιοπομπαίο τράγο της Ευρώπης και αγαπημένο θέμα αισχρής σάτιρας ποικίλων γερμανικών εντύπων και τηλεοπτικών διαύλων. Το ερώτημα πίσω από την αλληγορία ήταν απλό και εφιαλτικό: Πόσο θα άντεχε το μπαλόνι της κοινωνικής αγανάκτησης πριν εκραγεί από κάποιο «τυχαίο» γεγονός; Με την εκ των υστέρων σοφία, γνωρίζουμε τώρα πως το μπαλόνι, νικημένο από την εξάντληση και τον συμβιβασμό, ξεφούσκωσε χωρίς ποτέ να σπάσει…

Η τηλεόραση κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να τραβήξει την κουρασμένη προσοχή μου με ανακοινώσεις νέων επώδυνων οικονομικών μέτρων, με σενάρια εθνικών καταστροφών και με αναπαραγωγή δηλώσεων διεθνών πολιτικών παραγόντων που δοκίμαζαν τα όρια της αντοχής του ελληνικού μου φιλότιμου και του αισθήματος της εθνικής μου αξιοπρέπειας. Έξω στο δρόμο, άνθρωποι σκυφτοί… Θαρρείς απόλυτα υποταγμένοι πια στη μοίρα τους, συμβιβασμένοι ακόμα και με την ιδέα του επικείμενου αφανισμού τους, για τον οποίο τους είχαν πείσει πως αυτοί και μόνο ήταν υπεύθυνοι…

Σκέφτηκα, πόσο ακόμα θ’ αντέξει το μπαλόνι την πίεση της καρφίτσας που επίμονα το πολιορκεί; Πότε άραγε θα τινάξει τα φτερά της η πεταλούδα της «θεωρίας του χάους», να προκαλέσει καταιγίδα κι ανεμοστρόβιλο που θα ισοπεδώσουν τον βολικό μας μικρόκοσμο που τόσο είχαμε νομίσει ακλόνητο; Πότε θα γίνει το κακό, το φονικό «δι’ ασήμαντον αφορμήν», όπως έλεγαν παλιά στα δικαστήρια και στις εφημερίδες, και ποια θα είναι η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι; Θυμήθηκα τότε μια ιστορία που είχα ακούσει χρόνια πριν, για ένα κουλούρι που είχε παίξει τον ρόλο της «πεταλούδας» σε μια οικογενειακή τραγωδία…

Η οικογένεια φτωχή, τέσσερις άνθρωποι στοιβαγμένοι στα λίγα τετραγωνικά ενός υπόγειου μιας πολυκατοικίας στην οποία ο πατέρας δούλευε σαν θυρωρός και η μητέρα σαν καθαρίστρια. Ο Νίκος (ας τον ονομάσουμε έτσι) έκανε όνειρα για σπουδές, για μια καλή θέση στην κοινωνία μακριά απ’ τη μιζέρια που ήξερε, για μια ευτυχισμένη ζωή πλάι στην κοπέλα που τον λάτρευε…

Τα χρόνια εκείνα, όμως, δεν ήταν επιτρεπτό να φτιάξει τη ζωή του ο αδελφός προτού «αποκαταστήσει» την αδελφή του. Την αδελφή του Νίκου την ζήτησε ένας υδραυλικός. Καλό παιδί, μα ήθελε κι αυτός το κάτι τι του για να ξεκινήσει μια δική του δουλειά, χωρίς αφεντικό να του φωνάζει συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι. Ο πατέρας και η μάνα έπεσαν στα πόδια του: «Νίκο μου, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις τώρα. Να φτιάξουμε την προίκα της, και μετά έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου!»

Με καρδιά βαριά από το αίσθημα του χρέους και τη θλίψη για όσα θα έπρεπε ν’ αφήσει πίσω, αποχαιρέτησε την αγαπημένη του που του ορκίστηκε πως θα τον περιμένει όσο χρειαστεί, και κίνησε για μια ξένη χώρα, εργάτης στα ορυχεία. Δούλεψε για χρόνια σκληρά, και τον μισθό – που ήταν καλός – τον έστελνε πάντα σπίτι. Μέχρι που κάποια στιγμή αρρώστησε σοβαρά από τη σκόνη και την υγρασία, και οι γιατροί τού είπαν πως θα ‘πρεπε να σταματήσει…

Αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Άλλωστε, είχε ήδη στείλει αρκετά χρήματα για να κάνει την προίκα η αδελφή του, που ζούσε τώρα με τον άντρα και τα παιδιά της σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα πάνω ακριβώς από το μοντέρνο κατάστημα ειδών υγιεινής που είχαν ανοίξει. Αυτός όμως είχε καταφέρει μέσα σ’ αυτά τα χρόνια να βάλει λίγα λεφτά στην άκρη, για να ξεκινήσει και τη δική του ζωή με τη γυναίκα που τον περίμενε καρτερικά, στα μαλλιά της οποίας – όπως και στα δικά του – είχαν κάνει την εμφάνισή τους οι πρώτες άσπρες τρίχες…

Μα η άτιμη η ζωή αλλιώς τα λογαριάζει! Ο γαμπρός είχε ξανοιχτεί πολύ στην αγορά, παίρνοντας δάνεια που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει. Είχε ακούσει και κάτι φίλους που τον «έψηναν» καιρό για το Χρηματιστήριο… Τώρα η τράπεζα απειλούσε να τους πάρει το σπίτι. Και μέσα σ’ όλα αυτά, οι σχέσεις του ζευγαριού δεν πήγαιναν καλά (λέγαν πως εκείνος κάποιαν έβλεπε τα Σαββατοκύριακα που πήγαινε μόνος εκδρομές…). Οι γονείς, γέροι και μικροσυνταξιούχοι πια, έπεσαν πάλι στα πόδια του: «Νίκο μου, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις. Κι αν όχι για την αδελφή σου, κάντο για τ’ ανίψια σου, που θα μείνουν στο δρόμο και δίχως πατέρα!»

Κι εκείνος, πειθήνιο πάντα όργανο της οικογενειακής ηθικής, άνοιξε αδιαμαρτύρητα το σεντούκι κι έβγαλε από μέσα τις τελευταίες, πολύτιμες οικονομίες του. Πράγμα που σήμανε και το οριστικό τέλος των δικών του ονείρων, αφού η γλυκιά και καρτερική αιώνια μνηστή του δεν άντεξε άλλο στην πίεση της οικογένειάς της και είπε απρόθυμα το «ναι» σε μια καλή πρόταση…

Τώρα πια συντηρούσε τον εαυτό του κάνοντας τον θυρωρό στην ίδια πολυκατοικία που μεγάλωσε, ζώντας μαζί με τους γέρους στο ίδιο πάντα υπόγειο. Η μεγαλύτερη – ίσως κι η μοναδική – χαρά της μέρας του ήταν όταν ξεπρόβαλλε το πρωί στην είσοδο ο κουλουράς, να του αφήσει για δυο δραχμές το καθημερινό του κουλούρι που θα το απολάμβανε λίγο-λίγο στη βάρδια. Εκείνη τη μέρα, όμως, είπε να το φυλάξει για το απόγευμα, με τον καφέ. Το τύλιξε προσεχτικά σε μια πετσέτα, και το ακούμπησε τελετουργικά στο τραπέζι της κουζίνας…

Γυρνώντας στο σπίτι το απόγευμα, είδε πως έλειπε απ’ το τραπέζι το πολύτιμο κουλούρι. Στις φωνές του απάντησε η μάνα του: «Τι κάνεις έτσι; Πέρασε η μικρή, το είδε και το ήθελε. Τι να ‘λεγα, μαλώνει ο θείος; Άντε, τράβα στο φούρνο να πάρεις άλλο. Πω-πω, ούτε του αγγέλου σου νερό δεν δίνεις!»

Θόλωσε το μυαλό του! Άνοιξε το συρτάρι της κουζίνας και πήρε το μεγάλο, το κοφτερό μαχαίρι. Πρώτη έπεσε η μάνα. Μετά ο πατέρας που μόλις γύριζε απ’ το καφενείο. Λίγο αργότερα χτύπησε το κουδούνι στο διαμέρισμα της αδελφής του. Εκείνη την ώρα ήταν όλοι μέσα…

Στο δικαστήριο, ο εισαγγελέας ήταν καταπέλτης καθώς μιλούσε για ένα αποτρόπαιο μαζικό έγκλημα «δι’ ασήμαντον αφορμήν». Στο τέλος, ο κατηγορούμενος κλήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, εξηγώντας την πράξη του. Τότε εκείνος, με ένα παιδικό παράπονο στη φωνή και λίγο πριν ξεσπάσει σε υστερικό κλάμα, πρόλαβε να αρθρώσει μόνο μια φράση: «Μου πήραν το κουλούρι!»

Η ιστορία αυτή, ίσως, και να ‘ναι αληθινή. Λίγο-πολύ, εξάλλου, την έχουμε ζήσει όλοι, από τη μία πλευρά ή την άλλη, ως «θύματα» ή ως «θύτες». Σήμερα, ο «Νίκος» θα μπορούσε να συμβολίζει έναν ολόκληρο λαό που ακόμα υπομένει καρτερικά… Υπομένει τη φτώχια και την αβεβαιότητα για το αύριο, τις χυδαίες εθνικές προσβολές από αλαζόνες ξένους πολιτικούς και φτηνές αλλοδαπές φυλλάδες, την προκλητικότητα ντόπιων «κορακιών» που θησαύρισαν στραγγίζοντας τα τελευταία αποθέματα του εθνικού πλούτου, τους γελοίους αλληλοσπαραγμούς πολιτικών σχηματισμών που τους αρκεί να κατέχουν την εξουσία έστω και πάνω σε ερείπια… Αντιμέτωπος ακόμα και με τις ίδιες του τις ενοχές για τη δική του την κατάντια μέσω απερίσκεπτης διολίσθησης στην τεχνητή ευμάρεια και τον ακόρεστο υπερκαταναλωτισμό…

Το βασανιστικό ερώτημα που αρχίζει να στοιχειώνει στο μυαλό μας είναι αν το μπαλόνι της ανοχής αντέξει την πίεση της κοινωνικής αγανάκτησης, ή μήπως κάποια μέρα εμφανιστεί στο τραπέζι ένα «κουλούρι» για να παίξει τον σατανικό ρόλο της πεταλούδας του χάους. Κι αυτό το επεισόδιο δεν θα ‘ναι πια θέμα για ατάλαντους διηγηματογράφους, μα αντικείμενο μελέτης για τους ιστορικούς του μέλλοντος!

* Ευχαριστώ το Aixmi.gr για την φιλοξενία της αναθεωρημένης έκδοσης του διηγήματος.

Aixmi.gr

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Η Λίζα και η Άλλη (1961)

Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος
Σενάριο: Βαγγέλης Γκούφας
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Ίσως η κορυφαία ερμηνεία της Αλίκης Βουγιουκλάκη!

Κουίζ: Δύο από τους πρωταγωνιστές της ταινίας υπήρξαν ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ. Ποιοι;


Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Πολιτικό… σταυρόλεξο (ένα επίκαιρο σχόλιο)


– Βαγγέλη, θέλω βοήθεια στο σταυρόλεξο: Πώς λέγονται δύο τύποι που όλο κανονίζουν να βρεθούν στο Σύνταγμα αλλά ποτέ δεν καταφέρνουν να συναντηθούν εκεί;

– Συνταγματολόγοι!

(Επίκαιρο σχόλιο στην ανάρτηση της στήλης «Είναι θέμα» με τίτλο «Βενιζέλος – Λοβέρδος: Πόλεμος στη θέση της φιλίας» )

Aixmi.gr

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Σχολικό μήνυμα κατά του ρατσισμού


"Ηχηρό μήνυμα κατά του ρατσισμού, σε μία περίοδο που οι ακραίες φωνές κατά των μεταναστών δεν παύουν να προκαλούν, έστειλαν μαθητές την τρίτης Λυκείου..."

Ένα εξαιρετικά ανθρώπινο ρεπορτάζ από την αξιόλογη δημοσιογράφο του MEGA, Βίκυ Κατεχάκη!

Δείτε το video από την πηγή...

Μνήμες και οράματα μέσα απ’ τα χαλάσματα της Φιλαδέλφειας…


Ανοίγοντας χαράματα Κυριακής τον υπολογιστή, βρήκα να με περιμένει ένα mail από τον φίλο μου το Νίκο. Ομολογώ πως με ξάφνιασε το περιεχόμενο:

«Κώστα, έχω μια ιδιάζουσα παράκληση. Σαν να λέμε, παράκληση για άρθρο on demand. Με διακατέχει μια τρομακτική περιέργεια να μάθω τις σκέψεις σου για το νέο γήπεδο της ΑΕΚ! Τον Ναό (κυριολεκτικά), τον συμβολισμό, τη δύναμη του μύθου και τον ρόλο του στο ιστορικό γίγνεσθαι αυτού του τόπου. Τον καημό που περικλείεται στη φράση: ΑΕΚ, ζούμε στην Πόλη να σε δούμε!»

Γιατί με ξάφνιασε; Πρώτον, γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τη λέξη «Ναός» από τα χείλη (εντάξει, το πληκτρολόγιο!) κάποιου που δεν έχει ιδιαίτερους συναισθηματικούς δεσμούς με την ΑΕΚ. Και, δεύτερο, γιατί συνειδητοποίησα άξαφνα πως είχα πράγματι αμελήσει να αφιερώσω δυο αράδες σε ένα ζήτημα που αποτελεί την κορωνίδα των ονείρων και των οραμάτων όλων των πιστών του ιστορικού συλλόγου!

Κατά σύμπτωση, τα καλά νέα για τα αποκαλυπτήρια του νέου γηπέδου τα πρωτοδιάβασα εδώ, στο Aixmi.gr. Στη συνέχεια, άφησα τον εαυτό μου να περιπλανηθεί με συγκίνηση και νοσταλγία στα ιστορικά μονοπάτια και τις δοξασμένες διαδρομές μνήμης του αξέχαστου «Ναού» της Φιλαδέλφειας των Κυριακών μου, και να εντυπωσιαστεί από το φιλόδοξο σχέδιο του υπερπολυτελούς νέου γηπέδου στον ίδιο ιστορικό τόπο, με ξεναγό τον μεγάλο Αεκτζή Κώστα Βουτσά!

Δείτε το video

Για κάποιους από εμάς, η ΑΕΚ δεν είναι απλά αθλητικός σύλλογος που κάποια συγκυρία το ‘φερε να αγαπήσουμε: Είναι επικυρίαρχο κομμάτι της ίδιας της αυτοσυνειδησίας μας, πρώτη ύλη και συστατικό, εκ των ων ουκ άνευ, του αυτοπροσδιορισμού μας ως μελών αυτής της κοινωνίας! Γι’ αυτό, ας μου συγχωρήσει ο αναγνώστης λίγη προσωπική ιστορία…

Η γιαγιά και ο παππούς μου ήταν πρόσφυγες από τη Μικρασία. Η γιαγιά απ’ τα περίχωρα της Πόλης, ο παππούς από λίγο πιο μακριά… Μετά την καταστροφή, βρέθηκαν κι οι δύο στη Βόρεια Εύβοια, σ’ ένα προσφυγικό χωριό (Νέος Πύργος) που ιδρύθηκε το 1924, την ίδια χρονιά που γεννήθηκε κι η ΑΕΚ. Θυμάμαι τον παππού μου να λέει – με μια σκόπιμη δόση υπερβολής – πως, όταν έφτασαν εκεί, βρήκαν τους ντόπιους «πενήντα χρόνια πίσω»! Και, αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει ότι το πιο σημαντικό πράγμα που κουβαλούσαν οι σχεδόν εξαθλιωμένοι πρόσφυγες στα φτωχικά τους σακίδια, ήταν πολιτισμός

Την ΑΕΚ την πρωτογνώρισα την δεκαετία του ’60, παιδί ακόμα, όταν ο θείος μου με έπαιρνε τις Κυριακές στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Τότε λεγόταν «Στάδιον ΑΕΚ» κι έμοιαζε με γιγάντιο πέταλο (η προσθήκη της σκεπαστής εξέδρας, απ’ την οποία εκπορεύτηκαν τα καλύτερα και τα χειρότερα της σύγχρονης ιστορίας της ΑΕΚ, έγινε πολύ αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70). Θυμάμαι ακόμα το θείο μου να λέει: «Είδες, ο βλάχος το ‘βαλε κι αυτό!», μετά από κάθε γκολ του Παπαϊωάννου!

Στη μεγάλη διαδρομή του στο χρόνο, το γήπεδο αυτό βίωσε γλυκόπικρα συναισθήματα… Πανηγύρισε τίτλους της ΑΕΚ και είδε μεγαθήρια του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου να καταπίνουν αμάσητη την αλαζονεία τους φεύγοντας ηττημένα… Ως μεγαλύτερο (κάποτε) στάδιο της χώρας, φιλοξένησε τελικούς Κυπέλλου που έμειναν αλησμόνητοι… Γνώρισε από κοντά μεγάλους καλλιτέχνες που το επέλεξαν σαν ιδανικό χώρο για τις συναυλίες τους…

Κι από την άλλη, ένιωσε κάποτε τη ντροπή της οπαδικής βίας που γεννά ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία, όχι μόνο απέναντι σε αντιπάλους (πράγμα ούτως ή άλλως ηθικά καταδικαστέο) αλλά κι απέναντι σε ανθρώπους της ίδιας της ΑΕΚ, με ιστορική διαδρομή και αδιαμφισβήτητη προσφορά στον σύλλογο, που βίωσαν απίστευτους εξευτελισμούς φορώντας τον «δικέφαλο» στο στήθος…

Η αυλαία για το ιστορικό γήπεδο έπεσε ένα απόγευμα του Μάη του 2003 (3/5/03). Τελευταίος αντίπαλος, ο Άρης Θεσσαλονίκης. Η μπάλα άγγιξε για τελευταία φορά τα δίχτυα από το πόδι του Ίλια Ίβιτς, σε ένα πανηγυρικό 4-0. Βγαίνοντας από την Θύρα 16, ήξερα καλά πως ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα τον «Ναό» να ορθώνεται περήφανος, αν και τραυματισμένος από το χρόνο και τους σεισμούς. Την άλλη μέρα μπήκαν οι μπουλντόζες. Είπαν πως οι εξέδρες έπεσαν σαν χάρτινες…

Προοπτική (και αφελής βεβαιότητα) ήταν τότε το χτίσιμο ενός νέου, υπερσύγχρονου γηπέδου που θα μπορούσε να φιλοξενήσει μέρος των αγωνισμάτων των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Τελικά, έμειναν μόνο τα χαλάσματα να ξύνουν τις μνήμες και να αλατίζουν τις πληγές… Όσο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, βολεύτηκαν με ένα άλλο γήπεδο, πιο συμβατό ίσως με το όνομά τους. Το έστησαν κάποιοι σε χρόνο μηδέν, σαν τα λυόμενα στον Κάλαμο! Και, τι ειρωνικό παιχνίδι της μοίρας: η ομάδα της προσφυγιάς, αρχόντισσα κάποτε στο δικό της παλάτι, βρίσκεται εδώ και πάνω από μια δεκαετία άστεγη, πρόσφυγας στην ίδια της τη χώρα…

Με δυσκολία πήγαινα όλα αυτά τα χρόνια στη Φιλαδέλφεια. Γιατί ο τόπος αυτός απλά δεν υπήρχε χωρίς την ΑΕΚ! Κι εκεί ακριβώς θέλουμε να την ξαναδούμε. Ίσως το μέρος να μη διαθέτει το μεγαλείο της Πόλης, όπως το οραματίζεται ο φίλος Νίκος. Είναι, όμως, η θερμοκοιτίδα κάθε αθλητικής χαράς και λύπης μας, η αφετηρία κάθε μνήμης… Μια πόλη που δεν θα μας ξαναπάρουν πια ποτέ. Γιατί θα βρουν καλά κλεισμένες τις Κερκόπορτες!

Aixmi.gr

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Αχ, βρε Γιάννη… (λίγα τελευταία λόγια στον Γ. Καλαμίτση)

Αγαπητέ Γιάννη,

Χθες βράδυ χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο Αριστείδης, ο βάζελος. Όχι, δεν πήρε να μου πει πόσο άδικα έχασε ο Παναθηναϊκός (αυτό δεν έδειχνε καν να τον απασχολεί εκείνη τη στιγμή). Πήρε να με ενημερώσει για το πόσο άδικα έχασες εσύ τη μάχη. Ποιος, εσύ, που αγάπησες τη ζωή και την ύμνησες (με όλα τα στραβά και τα ανάποδά της) με τη δύναμη του χιούμορ σου και τη μαστοριά του ποιητικού σου ταλέντου!

Και σου το ‘χα πει, βρε Γιάννη, εγώ, ένας ταπεινός ακροατής σου στον Antenna: Κόψ’ το, το ρημάδι! Κι εσύ με ειρωνευόσουν καλοσυνάτα, μιλώντας πάντα για τα «απεριόριστα δικαιώματα» των καπνιστών και απαντώντας με το στερεότυπο ρητορικό ερώτημα: «ποιος σου είπε πως θέλω να πεθάνω γρήγορα;» στην κλασική νουθεσία πως το κάπνισμα είναι αργός θάνατος…

Τι να πρωτοθυμηθώ από τις επικοινωνίες μου μαζί σου (μέσω ταλαίπωρης τηλεφωνήτριας) στις «Πρωινές χειρηλασίες»… Σταχυολογώ πρόχειρα τα λίγα που μου έρχονται στο νου:

Όταν κάποτε η ΑΕΚ ξέμεινε από τερματοφύλακα, σου έκανα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, την πρόταση: «Δεν έρχεσαι να παίξεις εσύ; Ούτως ή άλλως, καλύτερος είσαι απ’ αυτούς που έχουμε!» Έδειξες να το σκέφτεσαι… Και κάποια άλλη φορά, στη γιορτή ή στα γενέθλιά σου (δεν θυμάμαι) σου ευχήθηκα να παίξεις μια μέρα κάτω απ’ τα δοκάρια σε τελικό του Champions League. Είπες πως ήταν η καλύτερη ευχή που θα μπορούσες να λάβεις!

Θυμάσαι τον ραδιοφωνικό «καυγά» εκείνο το πρωί; Εγώ έλεγα «ορθοπεδικός», ενώ εσύ επέμενες «ορθοπαιδικός». Τελικά, ξύπνησες χαράματα(!) τον Μπαμπινιώτη. Και σε δικαίωσε! (Σε πείσμα σου, όμως, ακόμα το γράφω με έψιλον…)

Θέλοντας να εκμαιεύσω μια πιθανή κρυφο-συμπάθειά σου στον Ολυμπιακό (αν και ήσουν δηλωμένος οπαδός της Προοδευτικής), σου πέταξα κάποτε το γάντι: «Αληθεύει ότι στο βάθος της καρδιάς ενός Προοδευτικάνου φωλιάζει ένας γαύρος;» Χωρίς να χάσεις την ψυχραιμία σου, μου απάντησες με το ευρηματικότερο οξύμωρο που έχω ακούσει: «Τι να σου πω, φίλε μου… Όπως έχω πει πολλές φορές, ονειρεύομαι να παίζουν Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός και να χάνουν και οι δύο!»

Τι άλλο να θυμηθώ… Τις ενοχλητικά σχολαστικές παρεμβάσεις μου σε θέματα κλασικής μουσικής, που εσύ πάντα καλοδεχόσουν με ενδιαφέρον… Τις ανταλλαγές απόψεων που είχαμε για το μέλι, που το λάτρευες όσο κι εγώ… Τις θυμωμένες αντιδράσεις μου όταν μιλούσες επικριτικά για την ΑΕΚ, που τις αντιμετώπιζες με τρόπο που με έκανε να θυμώνω ακόμα περισσότερο – πάντα, όμως, με το μοναδικό σου χιούμορ…

Αχ, βρε Γιάννη, μας άφησες νωρίς! Γιατί ποτέ δεν θα ‘ταν σωστή στιγμή να φύγεις… Αυτό «το προτεκτοράτο (που) δεν φεύγει απ’ τον πάτο» έχει τόση ανάγκη από το διαπεραστικό – συχνά αυτοσαρκαστικό – χιούμορ σου αυτούς τους δύσκολους καιρούς… Ήσουν φωνή της συνείδησης για τη χώρα. Μια απ’ τις λίγες φωνές που έχουν πια απομείνει στην αυγή ενός διαφαινόμενου νέου, ματοβαμμένου διχασμού…

Ελαφρύ να ‘ναι το χώμα. Και με γρασίδι και γκολπόστ!

Κωνσταντίνος, ο Αεκτζής απ’ το Κουκάκι…

Aixmi.gr

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Από το «Μαμά γερνάω» στο «μαμά απολύομαι»!

Πριν χρόνια αμέτρητα, είχα μια συζήτηση με τον καθηγητή μου της θεωρίας στο ωδείο σχετικά με το κατά πόσον οριοθετείται η ιδιότητα του «κλασικού» στη μουσική. Για παράδειγμα, πόσο «κλασική» θα μπορούσε να θεωρηθεί η λαϊκή μουσική ή η Pop. Στη συντηρητική λογική μου εκείνου του καιρού, ο σοφός Π. Βεντούρας απάντησε με μια φράση που τότε μου φάνηκε ρηξικέλευθη: «Αν το καλοσκεφτείς, μήπως οι Beatles δεν είναι, κατά μία έννοια, ο Μπάρτοκ της Αγγλίας;»

Στο πλαίσιο του ελληνικού ρεπερτορίου, υπάρχουν κάποια τραγούδια που θα μπορούσαν επάξια να χαρακτηριστούν «κλασικά», με την έννοια τόσο της διαχρονικότητας όσο και της καλλιτεχνικής αξίας. Ένα από αυτά είναι, αναμφίβολα, το «Μαμά γερνάω» των Σταμάτη Κραουνάκη – Λίνας Νικολακοπούλου (1988).

Δείτε το video



Οι εκ των κορυφαίων στίχων στο ελληνικό τραγούδι, επενδυμένοι με την υπέροχη, πάντα, μουσική τού (ενίοτε ακρίτως πολιτικολογούντος...) κορυφαίου σύγχρονου έλληνα μουσικοσυνθέτη, αναδεικνύουν με γενναιότητα τον υπαρξιακό φόβο του ανθρώπου μπροστά στο φάσμα της απώλειας της νεότητας. Κεντρικό πρόσωπο, η καθαγιασμένη μορφή της μητέρας που, σε ρόλο υπέρτατου εξομολόγου, απορροφά καρτερικά τους ψυχικούς κραδασμούς που γεννά η θλίψη, η ανασφάλεια και η διάψευση των ονείρων...

Αναρωτιέμαι ποιος θα ήταν ο τίτλος και το περιεχόμενο του τραγουδιού αν το έγραφε σήμερα το φοβερό δίδυμο των τραγουδοποιών. Σήμερα που ο άνθρωπος της χρεοκοπημένης χώρας δεν έχει καν το χρόνο, μα κι ούτε τη διάθεση, να προσέξει πως γερνά.... Σε μια εποχή που η ποιότητα ζωής κατάντησε πολυτέλεια, κι η μόνη υπαρκτή προοπτική που απόμεινε είναι αυτή της αγχωτικής επιβίωσης!

Η σημερινή μητέρα-εξομολόγος θα καλούνταν να αναστηλώσει το καταρρακωμένο ηθικό του ανθρώπου της δημιουργικής ηλικίας που βλέπει ξαφνικά τη γη να υποχωρεί κάτω απ’ τα πόδια του καθώς αντικρίζει το φάσμα της εργασιακής ανασφάλειας, ή, ακόμα τραγικότερα, καθώς βιώνει το τραύμα της απώλειας εργασίας. Σε μια εποχή, μάλιστα, που ο άνθρωπος έχει μάθει να εναποθέτει το αίσθημα της αυταξίας του στην αμφίβολη πιστοποίηση που παρέχει το τεκμήριο του καταναλωτισμού...

Το παρόν σημείωμα αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, ανοιχτή πρό(σ)κληση προς τους δύο σπουδαίους καλλιτέχνες να ξαναγράψουν το τραγούδι τους προσαρμόζοντάς το στις νέες αγωνίες της εποχής, προεξάρχουσα θέση στις οποίες κατέχει ο εφιάλτης της ανεργίας. Το «νέες» είναι σχήμα λόγου, βέβαια, αν θυμηθούμε τους μακρινούς εκείνους καιρούς που εκφράστηκαν μελωδικά με «Το παλικάρι έχει καημό» των Θεοδωράκη – Ελευθερίου. Καιρούς που, δυστυχώς, ξαναζούμε σήμερα, μια και η Ιστορία επαναλαμβάνεται – και μάλιστα, δίχως καν την παρηγοριά της φάρσας!

Εν αναμονή της απάντησης στην πρό(σ)κληση, αφήνω σαν συντροφιά στον αναγνώστη ένα ταπεινών προδιαγραφών «οιονεί ποίημα». Κάτι σαν τον πασατέμπο που τρώγαμε κάποτε στη Φιλαδέλφεια, περιμένοντας ν’ αρχίσει το ματς της ΑΕΚ...

Τηλεφωνητής...

Σε πήρα πάλι σήμερα, μα δεν το σήκωνες...
Ήθελα να μιλήσω λίγο,
ίσως να ‘ρθω για λίγες μέρες να σε δω,
έτσι, να ξεχαστώ, να καταφύγω,
να φάω λίγο μαγειρευτό φαΐ...
Μα τη φωνή σου ακούω πια μόνο στον τηλεφωνητή.
Γι’ αυτό αποφάσισα - κι ας μην το συνηθίζω -
να σου απαντήσω σήμερα μ’ αυτόν...

Ήθελα να σου πω για τη δουλειά...
Όλα αβέβαια, κάποιους τους διώξαν ήδη.
Εγώ είμαι πιο παλιός, ίσως να τη γλιτώσω...
Είναι και η Μαρία...
Της κόστισε πολύ που δεν το κάναμε
εκείνο το ταξίδι, μα χρωστούσα.
Ακούει και τους άλλους που καλοπερνούν...
Πώς τα βολεύουν; Νιώθω σαν άχρηστος!
(Ξέρω, «οι περιστάσεις» θα μου πεις εσύ,
«όμως δε χάνεται η αξία»!)
Κι άμα με διώξουνε;
Μέχρι που σκέφτηκα πως, αν συμβεί...
Μα είναι τα παιδιά, τι φταιν εκείνα;

Το βράδυ πάλι ο ύπνος μου ανήσυχος...
Λέει ο γιατρός πως έχω πίεση, να προσέχω!
Να προσέχω...
Μεγάλη απώλεια για το Σύμπαν, όσο να πεις!
Έτσι που λέω καμιά φορά...
Και θα τους μείνει κι η ασφάλεια,
να πάψει να γκρινιάζει κι η Μαρία!

Ξέρω, θα λες πάλι σε ψυχοπλάκωσα!
Μα αλλού δεν έχω να τα πω...
Α, χθες σου έβαλα την άλλη τη φωτογραφία,
εκείνη που τραβήξαμε στον κήπο, με το μπλε το φόρεμα
(η άλλη στη βεράντα δεν μου άρεσε)...
Ήρθε κι ένας τεχνίτης και χαράξαμε τα γράμματα.
Άντε, δυο χρόνια σου τα γλίτωσα:
του είπα «ετών ογδόντα»!

(Ντίνος Πυργιώτης, ΜΕΤΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ)

Aixmi.gr

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Ας κυβερνήσουν ανοιχτά οι δανειστές – Τι χρειάζονται κυβέρνηση και αντιπολίτευση;

Ένα ακόμα εξαιρετικό άρθρο του Θανάση Γκότοβου!

Η Realpolitik έχει πολλά πρόσωπα. Έχει συνέχεια μέσα στην Ιστορία, έχει εκφάνσεις παντού, από την καθημερινή λειτουργία της κοινωνίας και των θεσμών σε χαμηλό επίπεδο, μέχρι την καθημερινότητα της δράσης των ελίτ. Οι τρεις κύριοι πυλώνες της είναι (α) το αποστολικό “σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν”, (β) η αποφυγή του χειρότερου, και (γ) η ιδέα ότι κάποιος πρέπει να γίνει δυσάρεστος για να περισωθεί από μια συλλογικότητα ό,τι μπορεί να περισωθεί μέσα στη φουρτούνα.

Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Όταν ο ηγέτης των εβραϊκών γκέτο της Σιλεσίας Moses Merin, ένας από τους σκληρούς οπαδούς της Realpolitik απέναντι στους Ναζί, πιέστηκε το 1943 να δικαιολογήσει, σε μια από τις τελευταίες εφόδους της Γκεστάπο, γιατί συνεργάζεται με τους Γερμανούς και ετοιμάζει λίστες «εκτοπιστέων» ομοεθνών του, αφού βλέπει ότι οι Ναζί λένε ψέματα, ότι δεν μπορεί να τους εμπιστευτεί κανείς και ότι αν συνεχίσει να συνεργάζεται, όλος ο πληθυσμός του γκέτο κινδυνεύει με αφανισμό, απάντησε, όπως μας πληροφορεί ένας από τους πιο σοβαρούς ίσως μελετητές του Ολοκαυτώματος, ο Raul Hilberg (The destruction of the European Jews), ως εξής: «Είμαι μέσα σ’ ένα κλουβί, μπροστά σε μια νηστική και αγριεμένη τίγρη. Της γεμίζω το στόμα με κρέας, το κρέας των αδελφών μου, για να την κρατήσω μέσα, μην τυχόν βγει από εκεί και μας κάνει όλους κομμάτια». Λίγο αργότερα ο Merin, αφού πρώτα είδε την πλήρη αποτυχία της «ρεαλιστικής» του πολιτικής, συνελήφθη και μεταφέρθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Auschwitz.

Ο Merin είναι η τυπική περίπτωση μιας ηγεσίας υπό πλήρη επιτήρηση από μια εξωτερική δύναμη, η οποία της έχει αναθέσει έναν άκρως δυσάρεστο ρόλο. Η πραγματική εξουσία αυτής της δοτής ηγεσίας ετεροπροσδιορίζεται και περιορίζεται στις τεχνικές λεπτομέρειες της υλοποίησης μιας αλλότριας βούλησης. Το μόνο νόημα που είχε για τους Γερμανούς αξιωματούχους της εποχής η περιορισμένη αυτή αυτοδιοίκηση ήταν η ομαλή εξόντωση των Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης -όπου «ομαλή» εδώ σημαίνει απρόσκοπτη, χωρίς τριβές και εντάσεις.

Για την ηγεσία του γκέτο της Σιλεσίας, και πολλών άλλων εβραϊκών γκέτο στην Ανατολική και Δυτική Ευρώπη, η ίδια πάντα αυτοδιοίκηση νοηματοδοτήθηκε ως όπλο διαπραγμάτευσης απέναντι στους Ναζί, στην οποία κάποιοι αναγκαστικά έπρεπε να χαθούν, για να σωθούν οι υπόλοιποι. Η θεωρία του Μινώταυρου, απλώς με αντεστραμμένα ποσοστά.

Για το ποια από τις δύο νοηματοδοτήσεις της «αυτοδιοίκησης» τελικά επεκράτησε, το έχει δείξει η Ιστορία. Την οποία καλά θα κάνουν να μελετήσουν όχι τόσο οι αμετανόητοι του ναζισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο οι ηγεσίες που εμπλέκονται ή ετοιμάζονται να εμπλακούν μελλοντικά στην «αυτοδιοίκηση» της σημερινής και της αυριανής Ελλάδας.

Οι κατοχικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα – από το 1941 μέχρι το 1944 – ήταν κυβερνήσεις από «καθαρόαιμους» Realpolitiker. Ένα στρατιωτικό γεγονός που δεν μπορούσε να ανατραπεί άμεσα, η εισβολή και κατοχή της χώρας από εχθρικά στρατεύματα, δημιούργησε την ανάγκη «διαχείρισης» της κατοχής, για να αποφευχθούν, υποτίθεται, τα χειρότερα. Αυτό ήταν το βασικό επιχείρημα των κατοχικών κυβερνητικών αξιωματούχων, όταν αναγκάστηκαν μετά την απελευθέρωση να λογοδοτήσουν για τις επιλογές τους, δηλαδή για τη συνεργασία με τους κατακτητές.

Ότι τα χειρότερα – Κομμένο, Καλάβρυτα, Κλεισούρα, Δίστομο, ο ολοκληρωτικός σχεδόν αφανισμός των Εβραίων των ελληνικών περιοχών, και εκατοντάδες άλλα εγκλήματα πολέμου στη χώρα – τελικά δεν αποφεύχθηκαν, είναι γνωστό. Αλλά πάντοτε μπορεί κανείς να ισχυριστεί, και μάλιστα χωρίς να κινδυνεύει να διαψευστεί εμπειρικά, ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν ακόμη χειρότερα. Άλλωστε, στο λεξιλόγιο της εποχής εκείνης η «Νέα Ευρώπη» ήταν το όραμα, και η δημιουργία της Νέας Ελλάδας μέσα στη Νέα Ευρώπη, το σλόγκαν των κυβερνώντων και των εντολέων τους.

Το πρώτο επιχείρημα («πώς να τα βάλουμε με τους δυνατούς;») είναι διαχρονικό. Και οπωσδήποτε το πιο δύσκολο να αναιρεθεί. Η τύχη όσων «ανυπάκουων» τα έβαλαν με τους ισχυρούς και ηττήθηκαν, μιλά από μόνη της. Σε όλες τις εποχές και σε όλα τα καθεστώτα η έμπρακτη (λόγω ή έργω ή, ορισμένες φορές, διανοία) αμφισβήτηση της εξουσίας των αρχόντων, όταν δεν είναι γραφική και «συμβολική», έχει βίαιο και συχνά αιματηρό επίλογο. Από τον Ιησού μέχρι τον Τρότσκι και τον …Snowden, που μακάρι να τη γλιτώσει. Δεν ήταν μόνο ο Διονύσιος ο φιλόσοφος που δοκίμασε ανεπιτυχώς να ξηλώσει την τοπική σουλτανική φορομπηχτική εξουσία και το πλήρωσε ακριβά. Ούτε μόνον οι Σουλιώτες, που για ένα διάστημα κατάφεραν να την αμφισβητήσουν επιτυχώς, αλλά χάθηκαν στο Ζάλογγο και στον Αχελώο.

Όλα αυτά παραπέμπουν στο πάγιο αφήγημα των «φρονίμων» με το οποίο αμφισβητείται η δράση των «παλαβών» της Ιστορίας: Βασίλη μ’ κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης…. Μέχρι που έρχεται η στιγμή όπου η συμμόρφωση και η φρονιμάδα αντί να σε κάνουν νοικοκύρη, σε σπρώχνουν στη ζητιανιά. Εκεί σταματά και η σοφία της Realpolitik. Και ακυρώνεται ο πρώτος πυλώνας του «ρεαλισμού», καθώς δεν είσαι εσύ πλέον που κλοτσάς τα καρφιά, αλλά αυτά που σημαδεύουν το πόδι σου.

Ακούγοντας κανείς σήμερα πολιτικούς που διαχειρίζονται τα τελευταία χρόνια τη συστηματική πτωχοποίηση της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων, διαπιστώνει με θλίψη πόσο προσηλωμένο είναι το εκτελεστικό πολιτικό προσωπικό στο τεχνικό κομμάτι της διαδικασίας και πόσο παγερά αμέτοχο απέναντι στις συνέπειες που έχουν για εκατομμύρια πολίτες οι συμφωνίες «δάνειο υπό καθεστώς Μνημονίου» στις οποίες άμεσα ή έμμεσα εμπλέκεται. Τέτοιον ζήλο πολιτικών στη Realpolitik η δική μου γενιά δεν έχει ξαναζήσει.

Την ίδια στιγμή ο φόβος, πραγματικός και προστιθέμενος από τις αφηγήσεις των Μέσων, έχει κυριεύσει τις συνειδήσεις πολλών Ελλήνων, έτσι ώστε να μην είναι σε θέση να εκτιμήσουν ορθά ούτε τον κίνδυνο της Realpolitik, ούτε εκείνον της «σύγκρουσης» με τους πιστωτές. Με αποτέλεσμα προς το παρόν να μην υπάρχει μια ευδιάκριτη τάση είτε υπέρ της αποδοχής και της στήριξης του προγράμματος δραστικής εσωτερικής υποτίμησης, είτε υπέρ της απόρριψής του και της αναζήτησης άλλης λύσης.

Η οργή και ο θυμός από τις σαρωτικές και κατά κανόνα ζημιογόνες για πολλούς αλλαγές που συνδέονται με τη νέα τάξη πραγμάτων στη χώρα δεν έχουν μεταφραστεί ούτε σε εμφανή στήριξη του προγράμματος, έστω με σφιγμένα δόντια, ούτε σε εμφανή καταδίκη του με σφιγμένες γροθιές.

Αυτή τη στιγμή οι εκπρόσωποι των δανειστών επιτηρούν, ελέγχουν και απαιτούν πρόσθετες θυσίες και νέα θύματα. Είπαμε, κάποιος πρέπει να γίνει δυσάρεστος…Και η Ελλάδα των δωρεάν διοδίων για τους βουλευτές, πολιτικά μοιάζει να είναι παράλυτη. Ούτε η κυβέρνηση μπορεί να νιώθει ικανοποίηση από την ισχνή νομιμοποίηση που έχουν οι πολιτικές της στους πολίτες, αλλά ούτε και η αντιπολίτευση μπορεί να αισθάνεται υπερήφανη για την απήχηση της δικής της μελλοντικής λύσης. Και οι δύο πλευρές βρίσκονται σε αμηχανία, παρότι οι αφηγήσεις τους αποκλίνουν αισθητά.

Όμως, ο πιο άχαρος από τους δύο ρόλους είναι αυτός της κυβέρνησης. Γιατί η πίεση από το εξωτερικό περιβάλλον – όχι, δεν πρόκειται για «λάθη» των δανειστών, αλλά για συνειδητή επιλογή επιβολής μιας άλλης οικονομικής και πολιτικής κουλτούρας στη χώρα, συμβατής με τις ανάγκες των «αγορών» – είναι τέτοια που δεν επιτρέπει στους «ρεαλιστές» να συνδέσουν τη διαχείριση που κάνουν, με κάποια ελπίδα, με το περιβόητο φως στην άκρη του τούνελ. Και εδώ υπάρχει ένα ερώτημα: αφού βλέπουν ότι οι πιστωτές δεν τους αφήνουν περιθώρια να εμφανιστούν στο λαό ως κομιστές ελπίδας, γιατί συνεχίζουν να «κυβερνούν»;

Δεν έχω απάντηση στο ερώτημα αυτό, αλλά έχω να κάνω μια προτροπή στους Realpolitiker: αφήστε τους πιστωτές να διοικήσουν οι ίδιοι, να κάνουν οι ίδιοι τις λίστες διαθεσιμότητας, να πουλήσουν οι ίδιοι τη δημόσια περιουσία, να φορολογήσουν οι ίδιοι τις στάνες, να κουρέψουν οι ίδιοι τις καταθέσεις. Ζητήστε τους να σχηματίσουν οι ίδιοι κυβέρνηση, αντί να εισπράττετε διαρκώς ήττες στο πεδίο της «διαπραγμάτευσης».

Ας συμφωνήσει σ’ αυτό και η αντιπολίτευση, αφού βλέπει ότι το κοντέρ της αποδοχής της σταματά στο 21%, όπου τη μια βδομάδα προηγείται με μισό ποσοστό από το μείζον κυβερνητικό κόμμα, και την άλλη έρχεται δεύτερη, πάλι με μισή μονάδα διαφορά. Αν ούτε οι οπαδοί της Realpolitik μπορούν να πείσουν για τις επιλογές τους, ούτε και οι οπαδοί του “basta”, τότε είναι άχαρο να συμβιβάζονται και οι δύο με το ρόλο του εφαρμοστή οι μεν, και του ανώδυνου αμφισβητία οι δε.

Ας αφήσουν τους εμπνευστές του Μνημονίου να συμπέσουν με τους εφαρμοστές του. Μια αδιαμεσολάβητη ξενοκρατία θα απάλλασσε την κυβέρνηση από τον άχαρο ρόλο να προσποιείται ότι κυβερνά, αλλά και την αντιπολίτευση από τον όχι και τόσο κολακευτικό ρόλο του να αμφισβητεί, χωρίς να μπορεί να φέρει αποτέλεσμα.

Πηγή: Aixmi.gr

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Μια ταβέρνα στου Κουκάκη…

Μεσημέρι μιας απ’ τις πιο καυτές μέρες του αποπνικτικού καλοκαιριού του 2012… Είχα ακούσει για τη νέα ταβέρνα στη γειτονιά – εκεί, Ζίννη και Δημητρακοπούλου – αλλά δεν είχα πάει ποτέ. Μπήκα μέσα περισσότερο για να πάρω μια ανάσα από τη ζέστη που έλιωνε τα τσιμέντα…

Το πρώτο που αισθάνθηκα ήταν το ευχάριστο κλίμα από ένα καλο-ρυθμισμένο air conditioning που σε δρόσιζε χωρίς να σε παγώνει! Ξέχασα μονομιάς τον καύσωνα που τσουρούφλιζε έξω απ’ το παράθυρο, και έπιασα τραπέζι. Τότε πρωτοείδα τον Μιχάλη. Μη γνωρίζοντας την κουζίνα τους, παράγγειλα κάτι απλό: φασολάκια. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποιούσα πως τα φασολάκια μπορεί να είναι, τελικά, ένα πολύ γευστικό πιάτο!

Την άλλη μέρα ξαναπήγα. Αυτή τη φορά με εξυπηρέτησε ο Δημήτρης (έμαθα πως είναι ο δίδυμος του Μιχάλη, αν και δεν επαληθεύεται εδώ ο μύθος των «δύο σταγόνων νερού»!). Σε λίγο μπήκε στο σκηνικό και ο τρίτος αδελφός, ο πιο μεγάλος και ψηλός: ο Τάσος. Απόφοιτος της Νομικής, κατάλαβε πως δεν του ταίριαζε, τελικά, το επάγγελμα του δικηγόρου και αποφάσισε να ριχτεί στον δύσκολο στίβο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η οικογενειακή αυτή επιχείρηση ήταν το πιο μεγάλο στοίχημά του…

Αυτό που με κέρδισε από την αρχή στη συνοικιακή ταβέρνα στου Κουκάκη (με «ήτα», για τους μυημένους!) ήταν η ανυπόκριτη ευγένεια των ανθρώπων. Ξέρετε, όχι εκείνη η προσποιητή, πλαστικοποιημένη – και συχνά προσωρινή – ευγένεια του μαγαζάτορα που θέλει να κάνει καινούργιο πελάτη, αλλά μια γνήσια, έμφυτη εκπομπή θετικής ενέργειας, σε απόλυτη συμβατότητα με τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Όμως, αν η ευγένεια σκλάβωνε, το φαγητό απογείωνε!

Έμαθα πως ο σεφ, ο Κώστας, είχε μακρά θητεία στην υψηλή κουζίνα πριν αποφασίσει να αφιερώσει ολοκληρωτικά την τέχνη και την εμπειρία του στις «Δυο δεκάρες». Και – για μένα το πιο σημαντικό – πίσω από τη νοστιμιά βρισκόταν η ποιότητα των υλικών που με σχολαστικότητα και δίχως το παραμικρό πνεύμα συμβιβασμού επιλέγουν για το μαγαζί τους τα τρία αδέλφια. Αδιάψευστος μάρτυς το (συνήθως υπερευαίσθητο) στομάχι μου, που ποτέ δεν παραπονέθηκε ως σήμερα. Ακόμα και για πιάτα «γκουρμέ» με έντονη την παρουσία μπαχαρικών!

Οι πλέον καχύποπτοι εκ των αναγνωστών θα αναρωτιούνται σίγουρα πώς ένας ταπεινός εκπαιδευτικός μπορεί και γευματίζει καθημερινά σε ένα τέτοιων προδιαγραφών εστιατόριο. Λοιπόν, φίλοι αναγνώστες – και φιλτάτη Εφορία, με τα περιβόητα τεκμήριά σου – ησυχάστε! Οι τιμές είναι αχτύπητες (όχι απλά λογικές), εντελώς δυσανάλογες, θα έλεγα, με τις τεράστιες μερίδες που γενναιόδωρα σερβίρονται στον πελάτη. «Εμείς θέλουμε ο πελάτης να φύγει ευχαριστημένος και χορτάτος, κι ας φάει όσο θέλει», λέει ο (καλοφαγάς κι ο ίδιος) Τάσος!

Ο οποίος Τάσος, παρεμπιπτόντως, είναι από τους πιο τακτικούς αναγνώστες του«Aixmi» (και όχι μόνο επειδή γράφει εκεί ένας πελάτης της ταβέρνας). Και σίγουρα θα εκπλαγεί βλέποντας αυτό το άρθρο (ελπίζω μόνο να μην ενοχληθεί για την «αυθαιρεσία» μου…). Όμως, σε καιρό κρίσης, πιστεύω πως πρέπει να εξαίρονται εκείνες οι υγιείς επιχειρηματικές προσπάθειες που βάζουν τον πελάτη πάνω από την τσέπη! Όπως μου ομολόγησαν τα τρία αδέλφια: «Εμείς βλέπουμε αυτή τη δουλειά περισσότερο σαν χόμπι, παρά σαν επιχείρηση. Γι’ αυτό και ό,τι κάνουμε εδώ το διασκεδάζουμε πραγματικά!»

Το ίδιο αφήνει να εννοηθεί και ο Κώστας, ο σεφ. Που, πάντα χαμογελαστός και καλοδιάθετος, μοιάζει μέσα στην κουζίνα του περισσότερο με ιερέα που επιδίδεται απολαυστικά σε κάποιο είδος μυστικής τελετουργίας. Μέρος της οποίας είναι, ενίοτε, και η αξιοποίηση της θυσίας ενός ατυχούς σολομού, μια φέτα του οποίου (με σάλτσα σαμπάνιας) κάνει συχνά την εμφάνισή της προκλητικά στο πιάτο μου!

Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που ξεχνώ ολότελα πως ο εν λόγω σεφ είναι «γαύρος». Και προσπερνώ με κατανόηση και χιούμορ ακόμα και τις απαξιωτικές αναφορές του στο «Αεκάκι» – μια μάταιη προσπάθεια να με πικάρει, φιλικά!

* Ο Κώστας Παπαχρήστου εκτιμά έμπρακτα αυτούς που προσφέρουν ποιότητα βάζοντας τον άνθρωπο πάνω από το κέρδος!

Aixmi.gr

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Τι (δεν) μας δίδαξε ο «Μεγάλος Πόλεμος»…


Σε πρωινή εκπομπή του στο ραδιόφωνο (πάνε πολλά χρόνια τώρα), ο αμίμητος Γιάννης Καλαμίτσης είχε θέσει στους ακροατές του ένα κουίζ Ιστορίας: «Σε ποια μεγάλη μάχη οι φαντάροι πήγαν στο μέτωπο με… ταξί;» Κάποιοι βρήκαν αμέσως την απάντηση, αναγνωρίζοντας τη Μάχη του Μάρνη (Σεπτέμβριος 1914) όπου τα Παρισινά ταξί επιστρατεύτηκαν για να μεταφέρουν ενισχύσεις στον Γαλλικό στρατό. Το Παρίσι έτσι σώθηκε, και η Γερμανία έχασε τη μοναδική ευκαιρία που είχε να κερδίσει τον πόλεμο, και μάλιστα στην πρώτη του σημαντική μάχη! Ύστερα ήρθαν τα φονικά χαρακώματα…

Ο «Μεγάλος Πόλεμος» (The Great War), όπως αποκλήθηκε ο Πρώτος Παγκόσμιος, υπήρξε ίσως ο πιο παράλογος πόλεμος της Ιστορίας. Αν στον Δεύτερο Παγκόσμιο θα μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει μια επίφαση, έστω, ευγενούς κινήτρου (την αποτροπή της κυριαρχίας του φασισμού/ναζισμού), κάτι τέτοιο δεν ισχύει καν για τον Πρώτο. Ο πόλεμος αυτός (κυρίως σε ό,τι αφορά το Δυτικό Μέτωπο) αντιπροσωπεύει την πλέον κυνική έκφανση «πολέμου φθοράς» (war of attrition), μιας στρατιωτικής τακτικής όπου οι εμπόλεμες δυνάμεις επιχειρούν να φτάσουν στη νίκη όχι με συμβατικές, «έντιμες» (κατά μία έννοια) στρατιωτικές μανούβρες, αλλά επιφέροντας όσο το δυνατόν περισσότερες απώλειες στον αντίπαλο, μέχρι την τελική του εξάντληση.

Οχυρωμένοι οι στρατιώτες σε άθλια – συχνά λασπωμένα – χαρακώματα, για μήνες σε στάση αναμονής που τσάκιζε νεύρα και ηθικό, δέχονταν από καιρού εις καιρόν εντολές από υπερφίαλους στρατηγούς να βγουν από τα «λαγούμια» τους και να επιτεθούν μαζικά στο αντίπαλο χαράκωμα, προσπαθώντας να σκοτώσουν όσο περισσότερους στρατιώτες του εχθρού μπορούσαν. Ενός εχθρού που περίμενε να τους θερίσει με τα πολυβόλα του, συχνά πριν καν προλάβουν να διασχίσουν την ουδέτερη ζώνη, τη «γη του κανενός» (no man’s land)…

Ο «πόλεμος των χαρακωμάτων» διεκδίκησε και πήρε περισσότερες από εννέα εκατομμύρια ψυχές (στην πλειοψηφία τους, νέων παιδιών) εξαφανίζοντας μια ολόκληρη γενιά στο διάβα του. Για να αντιληφθούμε τα μεγέθη των απωλειών, μόνο στη μάχη του Somme χάθηκαν ένα εκατομμύριο και πλέον στρατιώτες, ενώ στο Verdun κάπου εφτακόσιες χιλιάδες. Και όλα αυτά, συχνά για το αμφίβολο κέρδος λίγων εκατοντάδων μέτρων λασπωμένης γης, διάσπαρτης από πτώματα και διάτρητης απ’ τα σημάδια των πυρομαχικών…

Τα χαρακώματα έγιναν έτσι το σύμβολο της άσκοπης θυσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, στο βωμό της αλαζονείας των επιτελείων και της παθητικότητας των διπλωματών μπρος στην εγωιστική, σχεδόν δικτατορική συμπεριφορά των στρατηγών που βίωναν τον πόλεμο από την ασφάλεια των γραφείων τους, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στη Δυτική Ευρώπη ο αριθμός των θυμάτων (νεκροί και τραυματίες) ξεπέρασε κατά πολύ τον αντίστοιχο αριθμό κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο!

Μετακινούμε τον χρονοδείκτη της Ιστορίας αρκετές δεκαετίες μπροστά… Συχνά αναρωτιέται κανείς αν εκείνοι που διαχειρίστηκαν τα διάφορα επίπεδα εξουσίας στην Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση ως σήμερα (είτε ως τυπικά κυβερνώντες, είτε ως αντιπολιτευόμενοι) μπήκαν στον κόπο να μελετήσουν σε βάθος την ιστορία του Μεγάλου Πολέμου. Γιατί, αν το είχαν κάνει, θα γνώριζαν καλά το κόστος ενός πολέμου φθοράς, μιας τακτικής που αγαπήθηκε με πάθος από όλες, σχεδόν, τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου!

Το ζητούμενο ήταν σταθερά ένα: η με κάθε μέσο φθορά του πολιτικού αντιπάλου, ιδιαίτερα αν αυτός βρισκόταν στην εξουσία. Με το πατριωτικό καθήκον απέναντι στη χώρα (αν υποτεθεί ότι αυτό ενυπήρχε καν ως κίνητρο πολιτικής δράσης) κρυμμένο κάπου στα βάθη του κομματικού ασυνείδητου… Πιστοί στην ιστορική μας κατάρα, συντηρήσαμε για χρόνια ένα μοντέλο πολιτικής βασισμένο στην (συχνά βίαιη) σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αλληλομισούμενα άκρα ενός κομματικού διπόλου, που εναλλάσσονταν στους ρόλους κυβερνώντων-αντιπολιτευόμενων.

Κάθε φορά που ένας κομματικός πόλος έχανε την εξουσία, επιδιδόταν με ρεβανσιστική μανία σε πόλεμο φθοράς του αντιπάλου του και υπονόμευσης του κυβερνητικού έργου, ακόμα κι αν αυτό αποτελούσε μέρος μη-διαπραγματεύσιμων εθνικών προτεραιοτήτων. Αρωγοί σε αυτή την εθνικά αυτοκαταστροφική προσπάθεια ήταν συχνά οι στρατοί των οργανωμένων συμφερόντων, οι κομματικά ελεγχόμενες συντεχνίες του δημόσιου τομέα. (Δεν θα χρησιμοποιήσω τη λέξη «συνδικαλισμός», γιατί η έννοια αυτή προϋποθέτει δημοκρατικό ήθος, αρετή άγνωστη στις ιδιοτελείς ηγεσίες των συντεχνιών…)

Κοινοί εκβιαστές που ταλαιπωρούσαν τον πολίτη, κατεβάζοντας τους διακόπτες της πολύτιμης ηλεκτρικής ενέργειας, ή στερώντας του το (συχνά προπληρωμένο) δικαίωμα στις δημόσιες μεταφορές, βαφτίζονταν σε «λαϊκούς αγωνιστές» που μάχονταν για τα συμφέροντα «του λαού». Φυσικά, οι «αγωνιστές», πέραν του όποιου ευκαιριακού πλουτισμού τους, αμείβονταν συνήθως και με περίοπτες πολιτικές θέσεις, ακόμα και με υπουργικούς θώκους όταν το κόμμα που υπηρετούσαν ερχόταν στην εξουσία!

Και οι «λαϊκοί αγώνες» κατέληγαν σχεδόν πάντα σε θρίαμβο των βολεμένων ενάντια στο δημόσιο συμφέρον, με μόνιμα θύματα τους μη προνομιούχους, αυτούς δηλαδή που βίωναν εργασιακή επισφάλεια και δεν τύγχαναν συνδικαλιστικής προστασίας… Από τη μεριά τους, οι κατέχοντες την εξουσία έσκαβαν όλο και πιο βαθιά τα δικά τους χαρακώματα προσπαθώντας να κρατηθούν σ’ αυτήν. Κι επειδή το σκάψιμο απαιτεί χέρια, αποδύθηκαν στο χτίσιμο ενός στέρεου κομματικού κράτους που το υπερτροφικό του μέγεθος ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες της εθνικής οικονομίας.

Τις συνέπειες των συμπεριφορών αυτών τις βιώνουμε σήμερα με τον πλέον δραματικό τρόπο. Διδαχθήκαμε κάτι, όμως, έστω κι εκ των υστέρων, από τον Μεγάλο Πόλεμο; Το ερώτημα καταντά ρητορικό αν ρίξουμε μια ματιά στο τρέχον πολιτικό σκηνικό. Το μόνο που δείχνει να έχει αλλάξει είναι τα ονόματα των εμπόλεμων δυνάμεων που συνθέτουν το πολιτικό δίπολο, όπως επίσης και οι πολιτικοί συνθηματολογικοί κώδικες: Η «συντήρηση» και η «πρόοδος» αναβαπτίστηκαν δίνοντας τη θέση τους στο «μνημόνιο» και το «αντι-μνημόνιο»!

Υπάρχουν αθώοι σ’ αυτόν τον διαχρονικό πόλεμο φθοράς που συντελείται εδώ και δεκαετίες στη χώρα; Θα λέγαμε πως ναι. Είναι καταρχήν εκείνοι που επέλεξαν να βαδίσουν τον δικό τους, μοναχικό δρόμο, δίχως τους καιροσκοπισμούς και τους ηθικούς συμβιβασμούς που συνεπάγεται η ένταξη σε πόλους εξουσίας (ή εν δυνάμει εξουσίας). Με μοναδικά όπλα τις αρχές και την αξία τους… Είναι κι οι άλλοι (μπορεί να ‘ναι κι οι περισσότεροι) που το προσπάθησαν μα δεν κατάφεραν να γίνουν ευνοούμενοι του συστήματος…

Όλοι αυτοί αποτελούν τους μη-προνομιούχους, εκείνους που καταδικάστηκαν (ή ακόμα κι επέλεξαν!) να ζουν μόνιμα στην «no man’s land», ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Κάποιοι αντέχουν ακόμα… Κάποιοι ήδη έγιναν ένα με τη λάσπη του άγριου, διάτρητου τερέν. Καθ’ οδόν – και διόλου ένδοξα – προς το κενοτάφιο της Ιστορίας…

Aixmi.gr

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Μια συνταγή για πρωτογενές πλεόνασμα!


– Και πώς πέτυχες το πρωτογενές πλεόνασμα, ρε μπαγάσα; Εξαγωγούλες πάλι το μαγαζί;

– Τρελός είσαι; Περικοπούλες! Η γυναίκα μου μια ζωή γκρινιάζει πως πάχυνε. Ε, κομμένο τελείως το φαΐ για να ησυχάσουμε! Η κόρη μου ψήλωσε και δεν της κάνει το φόρεμα. Ευκαιρία, λοιπόν, να μάθει να ράβει! Ο γιος μου ζητάει βιβλία για το φροντιστήριο. Και τα πειρατικά pdf γιατί τα ‘χουν, ρε, στο Ίντερνετ; Όσο για τη γιαγιά, αυτή τα ‘φαγε πια τα ψωμιά της. Αυτό δα έλειπε να τρώει και το δικό μας καθημερινά!

Aixmi.gr

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Κριτική σκέψη στην εκπαίδευση: Σύντομο ανέκδοτο ή πρωταρχικός στόχος;

Θέλοντας να πειράξω τους μαθητές μου, τους λέω συχνά πως οι ερωτήσεις κρίσης ονομάστηκαν έτσι επειδή τους προκαλούν κρίση, κάθε φορά που τίθενται ως θέματα στις εξετάσεις! Το πείραγμα δεν είναι αβάσιμο, αφού αποτελεί προϊόν εμπειρικών δεδομένων που εκτείνονται σε βάθος χρόνου…

Η σκηνή στην αίθουσα διδασκαλίας, σε μέρα επίσημων εξετάσεων… Οι φοιτητές διαβάζουν τα θέματα που μόλις τους έχουν δοθεί, καλούμενοι να διατυπώσουν τυχόν απορίες. Με απόλυτα φυσικό τρόπο, ένας εξ αυτών (εκπροσωπώντας πιθανότατα και τους περισσότερους απ’ τους υπόλοιπους) σηκώνει το χέρι και κάνει την εξής ερώτηση: «Στο δεύτερο θέμα, θέλετε αυτά που γράφει το βιβλίο στη πρώτη παράγραφο πάνω δεξιά όπως το κοιτάζουμε, ή εκείνα που γράφει κάτω από το σχήμα στην απέναντι σελίδα;»

Η ερώτηση είναι αποκαλυπτική μιας πολύ ανησυχητικής νοοτροπίας που έχει πάρει τη μορφή επιδημίας στην Εκπαίδευση (και όχι μόνο στην Τριτοβάθμια όπου, λόγω προσωπικής εμπειρίας, αναφέρθηκα πριν): Σε μεγάλη μερίδα μαθητών/σπουδαστών, η «φωτογραφική» απομνημόνευση λειτουργεί ως βολικό υποκατάστατο της δημιουργικής, κριτικής σκέψης. Και η «παπαγαλία» εκλαμβάνεται ως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη μάθηση, ενώ η κριτική σκέψη συχνά απαξιώνεται ως ελιτίστικη πνευματική πολυτέλεια που εκτιμάται ως αρετή μόνο απ’ τους «σπασίκλες»!

Για να προλάβω τη (δίκαιη) αντίδραση του αναγνώστη, θα σπεύσω να διευκρινίσω ότι, ως δάσκαλος, θεωρώ τους μαθητές σαν τους λιγότερο υπεύθυνους γι’ αυτό το φαινόμενο. Από την πρώτη μέρα του Σχολείου διδάσκονται την αποστήθιση ως βασικό (αν όχι μοναδικό) τρόπο μάθησης και αναγκάζονται να την αποδεχθούν ως κριτήριο αξιολόγησης της επίδοσής τους. (Τονίζω τις λέξεις «βασικό» και «μοναδικό» γιατί, ως ένα βαθμό, η αποστήθιση είναι απαραίτητο συστατικό της μάθησης, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την πρώτη καταγραφή αντικειμενικών δεδομένων όπως, π.χ., ιστορικές χρονολογίες, γεωγραφικά ονόματα ή κανόνες της αριθμητικής.)

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον, παράλληλα με την (όποια) αναγκαιότητα της απομνημόνευσης, διδάσκουμε στους μαθητές μας τη σημασία της κριτικής σκέψης και τους δείχνουμε τον δρόμο για να την αναπτύξουν. Και, για να μη φανεί ότι επιχειρώ να επιρρίψω ευθύνες αποκλειστικά στους φιλότιμους συναδέλφους των δύσκολων δύο πρώτων βαθμίδων της Εκπαίδευσης, σπεύδω να τονίσω ότι τις ίδιες, τουλάχιστον, ευθύνες φέρουμε και όσοι παίρνουμε τη σκυτάλη από τα χέρια τους!

Το κρίσιμο ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, είναι ο βαθμός επικοινωνίας του διδάσκοντος με τον διδασκόμενο στην αίθουσα διδασκαλίας. Συχνά αντιμετωπίζουμε τη μαθησιακή λειτουργία σαν μονόδρομη διαδικασία όπου κάποιος «πομπός», εφοδιασμένος με κάποιας μορφής εξουσία, μεταδίδει αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως γνώση σε κάποιους «δέκτες» που καλούνται να την αφομοιώσουν χωρίς ποτέ να τους δοθεί η δυνατότητα να την κρίνουν. Μερικές φορές, μάλιστα, η μετάδοση της πληροφορίας παίρνει τη μορφή αληθινού βομβαρδισμού κάτω από το άγχος «να καλύψουμε την ύλη», πράγμα που δεν μας αφήνει χρόνο να προβληματιστούμε κατά πόσον αυτά που διδάξαμε συνέβαλαν στη διεύρυνση πνευματικών οριζόντων, ή οδήγησαν απλά στην αποθήκευση δεδομένων (τη σπουδαιότητα των οποίων – για να μην παρεξηγηθώ – δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να αμφισβητήσω!). Και στο τέλος του εξαμήνου αξιολογούμε, συνήθως, την επίδοση του μαθητή/σπουδαστή με βάση το πόσο πιστά μπορεί να αναπαραγάγει στιγμιαία την πληροφορία με την οποία τον βομβαρδίσαμε!

Από εκεί και πέρα, η ανταπόκριση του ίδιου του μαθητή εξαρτάται από δύο, κυρίως, παράγοντες: τον βαθμό ωριμότητάς του και το ειδικό ενδιαφέρον του για το μάθημα. Κάποιοι μαθητές θα προβληματιστούν πάνω σ’ αυτά που άκουσαν και θα θελήσουν, ακόμα και με δική τους πρωτοβουλία, να μάθουν περισσότερα και να εμβαθύνουν. Είναι εκείνοι στους οποίους έχει καλλιεργηθεί η κριτική σκέψη και δεν δέχονται τη γνώση ως «μασημένη τροφή»!

Κάποιοι άλλοι θα αρκεστούν στη στείρα απομνημόνευση, τον πλέον θνησιγενή τρόπο μάθησης αφού τα προϊόντα της εξανεμίζονται σύντομα, δίχως ν’ αφήσουν κάποιο αξιόλογο στίγμα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του μαθητή. Εδώ όμως υπάρχει μια υποσημείωση που συχνά εμείς οι εκπαιδευτικοί παραβλέπουμε: Ακόμα κι οι μαθητές που με ευκολία τούς τοποθετούμε την ετικέτα του «παπαγάλου», δείχνουν τελείως διαφορετική μαθησιακή συμπεριφορά όταν πρόκειται για αντικείμενο που τους ενδιαφέρει, πράγμα που συχνά απεικονίζεται και στις βαθμολογικές τους επιδόσεις (αν και ο απόλυτος συσχετισμός του επιπέδου μάθησης με την τυπική βαθμολογία που, με στείρα αριθμητική λογική, επιχειρεί να αξιολογήσει τη μάθηση αυτή, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ασφαλής…).

Η τελευταία παρατήρηση δείχνει και την ευθύνη μας, ως εκπαιδευτικών, για την ανάπτυξη κριτικής σκέψης στους μαθητές μας, καθώς και τον δρόμο που θα οδηγήσει σ’ αυτήν: Για να θελήσουν να εμβαθύνουν σε ένα αντικείμενο, θα πρέπει πρώτα να κατορθώσουμε να τους κεντρίσουμε το ενδιαφέρον γι’ αυτό. Και, γενικότερα, να τους πείσουμε ότι ο χρόνος που θα διαθέσουν και ο κόπος που θα καταβάλουν θα τους ανταμείψει – όχι απλά με ένα ψυχρό ενδεικτικό νούμερο που λέγεται «βαθμός» (αυτό το αμφιλεγόμενο κίνητρο είναι, εξάλλου, ο κύριος υπεύθυνος για το φαινόμενο της αποστήθισης) αλλά, κυρίως, με την απόκτηση γνώσεων που θα είναι χρήσιμες για τη ζωή τους. Και – γιατί όχι; – με την ίδια την απόλαυση της ενασχόλησης με κάτι που σ’ εμάς τους ίδιους εναπόκειται να κάνουμε να φανεί ευχάριστο!

Ξεκινώντας στην αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς το μάθημα της Φυσικής με τους πρωτοετείς μου, ρωτώ συχνά σε ποιους η Φυσική ήταν το αγαπημένο μάθημα στο Λύκειο και τη μελετούσαν από ενδιαφέρον για το αντικείμενο, καθώς και ποιοι τυχόν τη «μισούσαν» με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να «παπαγαλίζουν» για να επιβιώσουν. Σηκώνονται χέρια ένθεν και ένθεν, οπότε θέτω σε όλους την ερώτηση κατά πόσον αγάπησαν ή μίσησαν την ίδια τη Φυσική, ή κατά βάθος τον δάσκαλο που τους τη δίδαξε. Μετά από σύντομη σκέψη, μου δίνουν όλοι την απάντηση που εύκολα μαντεύει ο αναγνώστης…

Αναλογεί, εν τούτοις, και κάποιο ποσοστό ευθύνης σε έναν ώριμο, πλέον, σπουδαστή (ανεξάρτητα από τις όποιες ευθύνες δασκάλων που προηγήθηκαν ή έπονται) για την ανάπτυξη αυτόνομης κριτικής σκέψης; Θα διευρύνω το ερώτημα περιλαμβάνοντας όλους τους ενήλικες – πέραν των (τυπικά) σπουδαστών – μια και, σε τελευταία ανάλυση, όλοι βρισκόμαστε σε διαρκή φοίτηση στο σχολείο της ζωής που καθημερινά μας διδάσκει!

Υπερβαίνοντας, λοιπόν, τις ευθύνες των δασκάλων που πέρασαν απ’ τη ζωή μας – οι οποίες συχνά λειτουργούν και ως βολικό άλλοθι αναβολής της ωρίμανσής μας, σε συνδυασμό μάλιστα με αυτές των γονιών μας! – δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ένα ζήτημα καθαρά προσωπικής ευθύνης του καθενός μας στο να ξεπεράσουμε το νηπιάζον φρόνημα που επιζητά τον εφησυχασμό της «επεξεργασμένης τροφής» που προσφέρει η κηδεμονευόμενη σκέψη, η στερούμενη κριτικής επεξεργασίας.

Έτσι που να καταλήγουμε πάντα να θεωρούμε κάποιους άλλους υπεύθυνους για κακοτυχίες που, εν τούτοις, υπήρξαν αποτελέσματα απόλυτα προσωπικών επιλογών: Φταίει κάποιος πρωθυπουργός που μας είπε κάποτε πως ήταν «καλό» πράγμα το παιχνίδι στο Χρηματιστήριο (λες και δεν γνωρίζαμε πως πρόκειται κατ’ ουσίαν για τζόγο!) με αποτέλεσμα να χάσουμε τα χρήματά μας… Φταίνε οι πολιτικοί που δεν μας προειδοποίησαν για την κρίση, αφήνοντάς μας να ξοδεύουμε αλόγιστα και να ζούμε μέσα σε περιττές πολυτέλειες… Φταίει η τηλεόραση που μας παραπλανά με παραποιημένη εικόνα της πραγματικότητας (λες και δεν βλέπουμε τι συμβαίνει παραδίπλα μας!)… Φταίει η «άτιμη η κοινωνία» και η «κακιά η ώρα» που μας ανάγκασαν να παραφερθούμε πληγώνοντας τον συνάνθρωπό μας…

Ο μεγάλος Καζαντζάκης γράφει στο κορυφαίο φιλοσοφικό του έργο: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω!» Κι ακόμα:«Καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος. Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο…»

Ίσως και να υπάρχει, τελικά, διδασκαλία… Μα ο δάσκαλος δεν είναι λυτρωτής που ανοίγει δρόμους: Είναι μόνο το φανάρι που τους φωτίζει! Και πρέπει να δείξει στον μαθητή πώς να πάρει το βλέμμα απ’ το ίδιο το φανάρι και να το στρέψει κατά κει που πέφτει το φως…

Aixmi.gr