Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Όταν η «πολιτική ορθότητα» γίνεται μπούμερανγκ…


Μια προσωπική εξομολόγηση

Την Αμερική τη γνώρισα από κοντά στη διάρκεια της οκταετίας Ronald Reagan. Και η συγκυρία αυτή ελάχιστα συνέβαλε στην άμβλυνση της αντιπάθειας που έτρεφα για τους Ρεπουμπλικάνους. Δεν μπορούσα να αγνοήσω ότι από τους κόλπους τους αναδείχθηκε το σκότος του Μακαρθισμού. Και δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχάσω την υποστήριξή τους σε αντιδημοκρατικά και αιμοσταγή καθεστώτα, όπως αυτό του Πινοσέτ…

Με ενοχλούσε ο υπέρμετρος συντηρητισμός τους που, σε κάποιες περιπτώσεις, είχε εμφανή στοιχεία οπισθοδρόμησης (όπως, π.χ., η προσπάθεια του Reagan να ακυρώσει προοδευτικές και φιλελεύθερες κοινωνικές κατακτήσεις, προωθώντας τα πιο ακραία συντηρητικά στοιχεία ως υποψήφια μέλη για το Ανώτατο Δικαστήριο). Κι ελάχιστη συμπάθεια έτρεφα για τον κυνικό νεοφιλελευθερισμό των Ρεπουμπλικάνων, που υποβάθμιζε την αξία της κοινωνικής μέριμνας οδηγώντας στον περιορισμό του κράτους πρόνοιας και, εν τέλει, στον κοινωνικό δαρβινισμό.

Όμως, παρά τη γενική συμπάθειά μου για τους Δημοκρατικούς, κάθε άλλο παρά αποδεχόμουν την ιδεολογία τους στο σύνολό της. Ο δημοκρατικός φιλελευθερισμός τους, αντίβαρο αρχικά στον συντηρητικό υπερεθνικισμό των Ρεπουμπλικάνων, ανέδειξε μια μορφή ιδεολογικής δικτατορίας (αν όχι ιδεολογικού φασισμού) που προσέδωσε στον όρο «φιλελεύθερος» το χαρακτήρα οξύμωρου, αφού καταργούσε στην πράξη την ίδια την – ιερή για τους Αμερικανούς – ελευθερία του λόγου. Αναφέρομαι στην αμφιλεγόμενη ιδεολογία και πρακτική της «πολιτικής ορθότητας» (political correctness), μιας ιδέας όχι λιγότερο οπισθοδρομικής από εκείνες ενάντια στις οποίες μάχεται, υποτίθεται, το κόμμα των Δημοκρατικών.

Αυτή τους η διαχρονική και ολοένα αυξανόμενη εμμονή με την «πολιτική ορθότητα» γύρισε, τελικά, μπούμερανγκ στους Δημοκρατικούς στις τελευταίες αμερικανικές εκλογές, τις οποίες έχασαν από τον εκπρόσωπο του πιο χυδαίου αντισυστημικού λαϊκισμού. Η άποψη δεν είναι του γράφοντος αλλά μιας σειράς Αμερικανών πολιτικών αναλυτών, κείμενα των οποίων έτυχε να διαβάσω τελευταία. Παρουσιάζω μια σύνθεση των απόψεών τους, επιλέγοντας τα στοιχεία εκείνα που μου φάνηκαν περισσότερο σημαντικά κι ενδιαφέροντα.

Γιατί νίκησε ο Trump

Πολλοί θα πουν ότι ο Donald Trump νίκησε γιατί κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το άγχος της εργατικής τάξης για την ανεργία που ολοένα επιδεινώνεται από τη μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση. Για άλλους, η νίκη του οφείλεται στο κάθε άλλο παρά δημοφιλές προφίλ της αντιπάλου του. Κάποιοι ακόμα θα ισχυριστούν ότι ήρθε η ώρα να πετάξει τη δημοκρατική της μάσκα η Αμερική και να αποκαλύψει το αληθινά ρατσιστικό της πρόσωπο!

Υπάρχει, όμως, και μία ιδιαίτερη παράμετρος της νίκης του Trump που θα ήταν λάθος να αγνοηθεί. Για κάποιους αναλυτές είναι ίσως η σημαντικότερη. Αναφέρομαι στην κούραση μεγάλου μέρους της αμερικανικής κοινωνίας από την τυραννία της πολιτικής ορθότητας σε κάθε απόπειρα έκφρασης δημόσιας γνώμης, από την καφετέρια της γειτονιάς ως τη Βουλή των Αντιπροσώπων και το εθνικό δίκτυο τηλεόρασης. Ο Trump νίκησε, κατά τους αναλυτές, επειδή ακριβώς έπεισε τον μέσο Αμερικανό ότι θα τον απάλλασσε μια και καλή από την πολιτική ορθότητα. Και η ιδέα αυτή ήταν, όπως αποδείχθηκε, το κλειδί της επιτυχίας του.

Η αμερικανική Αριστερά υπέπεσε σε ένα σοβαρό πολιτικό λάθος. Στην προσπάθειά της να πολεμήσει τον ρατσισμό, εισήγαγε νέες μορφές του. Κατέταξε τους πάντες σε διακριτές κοινωνικές ομάδες και στη συνέχεια είπε στα μέλη κάποιας από αυτές – τους λευκούς άντρες με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης – πως η ομάδα τους είναι η μόνη «κακή». Τους χλεύασε ανελέητα χαρακτηρίζοντάς τους «οπισθοδρομικούς» και στιγματίζοντάς τους ως «ρατσιστές» ή «σεξιστές». Ακόμα και τα video-παιχνίδια τους αποτέλεσαν αντικείμενο αφ’ υψηλού ειρωνείας!

Η αμφισβήτηση της ελευθερίας του λόγου έχει πάντα κόστος, ιδιαίτερα σε μια κοινωνία σαν την αμερικανική. Η προεδρία πήγε, τελικά, σ’ εκείνον που, κατά τους υποστηρικτές του, «δεν φοβόταν να πει ανοιχτά τη γνώμη του». Κάποιον που αντιπροσώπευε «όσα δεν μπορούσαν εκείνοι να πουν»…

Τι είναι «πολιτική ορθότητα»

Σε αντίθεση με μια συνήθη, μονομερή αντίληψη του όρου, η πολιτική ορθότητα δεν περιορίζεται σε ζητήματα που άπτονται φυλετικών ή σεξουαλικών ευαισθησιών. Συνίσταται, γενικά, στον αποκλεισμό κοινών εκφράσεων ή πρακτικών που θα μπορούσαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να προσβάλουν οποιοδήποτε μέλος μιας πλουραλιστικής κοινωνίας. Βέβαια, το τι προσβάλλει κάποιον είναι κατά βάση προσωπική υπόθεση – αν κανείς εξαιρέσει ένα σύνολο αυτονόητα απορριπτέων συμπεριφορών που, κατά κοινή παραδοχή, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας.

Αν και οι προθέσεις της δείχνουν καταρχήν αγαθές (ποιος θεωρεί «καλό πράγμα» το να προσβάλλει τον συνάνθρωπό του;) η πολιτική ορθότητα κατάντησε μάστιγα που απειλεί την ελευθερία της έκφρασης και, σε ακραίες περιπτώσεις, στιγματίζει ανεξίτηλα τις υπολήψεις εκείνων που την παραβιάζουν. Επιβάλλει ένα ολοένα διευρυνόμενο «λεξικό» απαγορευμένων εκφράσεων που, αν κάποιος δεν ενημερώνεται έγκαιρα για τις τακτικές επικαιροποιήσεις του, κινδυνεύει να εκτεθεί στα μάτια μιας άτυπης «αστυνομίας σκέψης» και να αποκομίσει ετικέτες που κυμαίνονται από αυτή του οπισθοδρομικού έως εκείνη του ρατσιστή, του σεξιστή ή του φασίστα.

Σύμφωνα με στατιστικές, 60% των Αμερικανών – διπλάσιοι Ρεπουμπλικάνοι σε σύγκριση με τους Δημοκρατικούς – θεωρούν ότι η πολιτική ορθότητα είναι ένα από τα σημαντικά προβλήματα στις ΗΠΑ. Μόνο ένα 18% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι η χώρα τους δεν είναι όσο θα ‘πρεπε «πολιτικά ορθή»…

Πολιτική ορθότητα στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση

Στα αμερικανικά πανεπιστήμια, η πολιτική ορθότητα έχει επιβάλει περιορισμούς στην έκφραση που αρχίζουν να προκαλούν ασφυξία στους φοιτητές και στο καθηγητικό προσωπικό. Μέχρι το 2013, το «Γραφείο για τα Πολιτικά Δικαιώματα» του Υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ όριζε ότι η συμπεριφορά ενός ατόμου (κυρίως σε ό,τι αφορά το λόγο) θα έπρεπε να κριθεί ως «αντικειμενικά προσβλητική» με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, προτού κάποιος αποκτήσει το δικαίωμα να υποβάλει μια ανώνυμη καταγγελία εναντίον του ατόμου αυτού.

Το 2013, εν τούτοις, η κυβέρνηση Obama άλλαξε τα δεδομένα. Σύμφωνα με μια νέα αντίληψη, το τι είναι προσβλητικό καθορίζεται με βάση τις προσωπικές ευαισθησίες του καθενός και δεν υπόκειται σε αντικειμενική αξιολόγηση. Με άλλα λόγια, ο κάθε φοιτητής μπορεί να βασίζεται στα προσωπικά του – και, ως εκ τούτου, απόλυτα υποκειμενικά – κριτήρια για να ορίσει ως προσβλητικό ένα σχόλιο από έναν συμφοιτητή ή έναν καθηγητή του και να υποβάλει, έτσι, μια ανώνυμη καταγγελία. Πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ έσπευσαν να συμμορφωθούν με αυτή την παράλογη απαίτηση, από το φόβο κυρώσεων.

Ποια είναι η τύχη ενός ατόμου που πέφτει θύμα ανώνυμης καταγγελίας για παραβίαση πολιτικής ορθότητας; Σύρεται ως κοινός κακούργος σε διάφορες εξεταστικές επιτροπές, χωρίς το δικαίωμα να αντικρίσει τον καταγγέλλοντα, ούτε καν να πληροφορηθεί το όνομά του. Επειδή και μόνο κάποιος φοιτητής, ή κάποια ομάδα φοιτητών, θεώρησαν ένα σχόλιό του ως «μη αποδεκτό»… Και, φυσικά, ας μην ξεχνούμε και τους αμείλικτους «δικαστές» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που πρόθυμα θα συνταχθούν με τους «θιγόμενους»!

Και ο παραλογισμός δεν έχει τέλος: Πριν το ξεκίνημα του ακαδημαϊκού τετραμήνου, ο καθηγητής ενός μαθήματος οφείλει να προβλέψει ποια στοιχεία του μαθήματος θα μπορούσαν να προκαλέσουν τις προσωπικές ευαισθησίες ενός φοιτητή, και να εκδώσει σχετική προειδοποίηση. Αν αμελήσει να το πράξει, είναι θεωρητικά δυνατό να αντιμετωπίσει τις καθιερωμένες καταγγελίες. Ή απλά, την οργή κάποιων φοιτητών του…

Υπερβολές της πολιτικής ορθότητας

Η πολιτική ορθότητα στην Αμερική συχνά φτάνει στα άκρα προκειμένου να υπηρετήσει τους σκοπούς της. Το ερώτημα «πού γεννηθήκατε;» πρέπει να αποφεύγεται, επειδή μπορεί να εκληφθεί ως έμμεση αμφισβήτηση αμερικανικής καταγωγής. Το «πόσον καιρό εργάζεστε εδώ;» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπαινιγμός για την ηλικία κάποιου. Το «πολίτης των ΗΠΑ» είναι προτιμότερο από το «Αμερικανός», αφού το δεύτερο υπονοεί ότι οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα της αμερικανικής ηπείρου…

Για πολλούς Αμερικανούς, η κατάχρηση πολιτικής ορθότητας ακουμπά ενοχλητικά ακόμα και πάνω σε αγαπημένες παραδόσεις. Για παράδειγμα, το «Καλές Γιορτές» είναι πιο δόκιμο από το «Καλά Χριστούγεννα», αφού το δεύτερο συνιστά de facto διαχωρισμό των ανθρώπων με βάση τα θρησκευτικά τους «πιστεύω». Ένα σχολείο στο Connecticut επιχείρησε να απαγορεύσει τις αποκριάτικες στολές, θεωρώντας ότι κάποια παιδιά με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές θα μπορούσαν να αισθανθούν ξένα ως προς το έθιμο. Την πολιτική αυτή του σχολείου ανέτρεψαν, τελικά, μερικοί εξαγριωμένοι γονείς μαθητών!

Η πολιτική μη-ορθότητα ως εργαλείο πολιτικής

Η ρητορική ενάντια στην πολιτική ορθότητα χρησιμεύει συχνά ως εργαλείο αποπροσανατολισμού των Αμερικανών ψηφοφόρων από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας τους, στοχεύοντας ευθέως στους βαθύτερους και σκοτεινότερους φόβους τους για ανθρώπους που είναι διαφορετικοί.

Την ώρα που μιλούν για τους «μετανάστες που κλέβουν τις δουλειές» των Αμερικανών, κάποιοι πολιτικοί επιχειρούν να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από πραγματικά δεδομένα, όπως π.χ. το γεγονός ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών, η εισροή Λατίνων μεταναστών εργατών στις ΗΠΑ κατά τα τελευταία 25 χρόνια είχε πολύ μικρή επίπτωση στην ανεργία, σε σύγκριση με τη μετακίνηση ενός σημαντικού αριθμού εργοστασίων στο εξωτερικό, ή τις επαναλαμβανόμενες υφέσεις της εθνικής οικονομίας. Έτσι, ενώ παρακολουθεί κάποιος με ενδιαφέρον τον Trump να ζητά την κατασκευή τείχους που θα αποτρέψει τη μετανάστευση, ελάχιστα προσέχει ότι οι πραγματικοί λόγοι απώλειας θέσεων εργασίας και οικονομικής αστάθειας δεν θίγονται καν…

Κάνει κακό, τελικά, ο Trump στην πολιτική ορθότητα;

Η πολιτική ορθότητα είναι ένας άγραφος και συνεχώς εμπλουτιζόμενος κώδικας απαγορευμένης έκφρασης και πρακτικής. Για πολλούς Αμερικανούς, ο κώδικας αυτός στραγγαλίζει την ελευθερία του λόγου, τιμωρώντας παράλληλα τους «παραβάτες» με τη ρετσινιά της οπισθοδρομικότητας και της μισαλλοδοξίας. Η αντίδραση απέναντι στο φαινόμενο έφερε, έτσι, στην εξουσία κάποιον που υποσχέθηκε πως θα καταργήσει την πολιτική ορθότητα στην πράξη.

Όμως το μπούμερανγκ αλλάζει σιγά-σιγά κατεύθυνση, στοχεύοντας τώρα τους ίδιους τους πολέμιους της πολιτικής ορθότητας. Γιατί, στην ανάγκη τους να δουν να σπάζουν τα (συχνά παράλογα) ταμπού της, έκαναν ένα σοβαρό λάθος. Ανάθεσαν το έργο σε έναν άνθρωπο τόσο απεχθή και χυδαίο ώστε τα ταμπού αυτά να φαντάζουν και πάλι λογικά και αναγκαία! Ο φυσικός νόμος δράσης–αντίδρασης λειτουργεί πάντα αμφίδρομα. Ακόμα και στην πολιτική…

Με όλα τα παραπάνω δεν επιχειρούμε, φυσικά, να αποδείξουμε ότι η πολιτική ορθότητα υπήρξε ο πλέον καθοριστικός παράγοντας στις αμερικανικές εκλογές. Είναι όμως κάτι που δεν πρέπει να αγνοείται αν κάποιος θέλει να έχει την πλήρη εικόνα των πραγμάτων και να δώσει την ακριβέστερη δυνατή ερμηνεία στο αποτέλεσμα.

Για το οποίο αποτέλεσμα, παρεμπιπτόντως, πολλοί αισθανθήκαμε έκπληξη ανάμικτη με απογοήτευση. Και για το οποίο κάποιοι άλλοι, σε αυτήν εδώ τη χώρα, ανεξήγητα επιχαίρουν…

Aixmi.gr

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΒΗΜΑ - Πειθαρχικός Κώδικας Ποδοσφαίρου: Για γέλια ή για κλάματα;

Λάρισα, 26 Οκτωβρίου 1986... Ο Χαράλαμπος Μπλιώνας, ένας 29χρονος καθηγητής από το Λουτρό Ελασσόνας, που η μοίρα το έφερε να χάσει για λίγα λεπτά το λεωφορείο για Αθήνα, αποφασίζει να «σκοτώσει» λίγο χρόνο ώσπου να ‘ρθει το επόμενο, παρακολουθώντας το ποδοσφαιρικό ντέρμπι της ημέρας στο γήπεδο του Αλκαζάρ ανάμεσα στη Λάρισα και τον ΠΑΟΚ. Διάλεξε ένα ήσυχο σημείο της εξέδρας, μακριά από τους φανατικούς των δύο ομάδων.

Αρκετά λεπτά πριν την έναρξη του αγώνα, ένας ανεγκέφαλος οπαδός των φιλοξενούμενων εκτοξεύει μια φωτοβολίδα προς τη μεριά των οπαδών των γηπεδούχων. Αυτή όμως κάνει τα καπρίτσια της και εξοστρακίζεται στο κιγκλίδωμα της θύρας όπου βρίσκεται ο καθηγητής, για να καρφωθεί τελικά στο λαιμό του κόβοντάς του την καρωτίδα. Ο θάνατος δεν θα αργήσει να έρθει...

Το περιστατικό αυτό ήταν ίσως το πρώτο που έκρουσε τον κώδωνα στις αθλητικές αρχές της χώρας για τις εν δυνάμει θανατηφόρες συνέπειες της βίας, της αλητείας και του χουλιγκανισμού στα ελληνικά γήπεδα ποδοσφαίρου (και όχι μόνο). Πειθαρχικοί κώδικες γράφτηκαν, αναθεωρήθηκαν και ξαναγράφτηκαν απ’ την αρχή, χωρίς, εν τούτοις, σπουδαία αποτελέσματα στην καταστολή των νοσηρών φαινομένων οπαδικής βίας στους αθλητικούς χώρους. Και, σαν ειρωνεία της τύχης, ακριβώς τριάντα χρόνια μετά το τραγικό συμβάν που προαναφέραμε, μια ανάλογη συμπεριφορά ενός άλλου ανεγκέφαλου «φιλάθλου» (συμπτωματικά, του ίδιου συλλόγου) ήρθε να μας επιβεβαιώσει το αυταπόδεικτο: πως η Πολιτεία δεν είναι ικανή (ή μήπως στην πραγματικότητα δεν θέλει;) να χτυπήσει το κακό στη ρίζα του!

Στο 78ο λεπτό, λοιπόν, του πρόσφατου αγώνα ΠΑΟΚ-ΑΕΚ στην Τούμπα, οπαδός του ΠΑΟΚ εκτόξευσε από τη Θύρα 4 φωτοβολίδα ευθείας βολής, η οποία έφτασε στο κέντρο του γηπέδου χωρίς, ευτυχώς, να προξενήσει τραυματισμούς (ή κάτι ακόμα χειρότερο...) σε ποδοσφαιριστές, διαιτητές ή φιλάθλους. Ο διαιτητής Τάσος Σιδηρόπουλος διέκοψε προσωρινά το παιχνίδι και προειδοποίησε τους γηπεδούχους ότι, αν η ενέργεια αυτή επαναληφθεί, θα διακόψει οριστικά τον αγώνα.

Ο διαιτητής απλά εφάρμοσε τον τρέχοντα κανονισμό για το συγκεκριμένο παράπτωμα, ο οποίος κανονισμός – και αυτό είναι που έχει ιδιαίτερη σημασία – άλλαξε πρόσφατα (καλοκαίρι του 2016) έπειτα από σχετικό αίτημα της Σούπερ Λίγκας με σκοπό να υπάρξει γενική ελάφρυνση σε όλες τις ποινές. Με βάση τον παλιότερο κανονισμό, ο άρχων του αγώνα θα ήταν υποχρεωμένος να διακόψει άμεσα και χωρίς προειδοποίηση το παιχνίδι!

Η ελάφρυνση ενός νόμου που καλείται να αντιμετωπίσει επικίνδυνες (και εν δυνάμει θανατηφόρες) κοινωνικές συμπεριφορές, αν δεν κινεί υποψίες ως προς τη σκοπιμότητά της, εγείρει, αν μη τι άλλο, ζήτημα στοιχειώδους σωφροσύνης των εμπνευστών της. Ας δούμε, ειδικότερα, τι γράφει ο νέος Πειθαρχικός Κώδικας της ΕΠΟ (*) στο Άρθρο 15, Παράγραφος 3 («Ρίψεις φωτοβολίδων και αντικειμένων»):

«Εάν η ρίψη αντικειμένων αφορά φωτοβολίδες που ρίπτονται με πιστόλι, είτε αυτές ρίπτονται με καμπύλη τροχιά είτε σε ευθεία βολή, τότε ο διαιτητής διακόπτει προσωρινά τον αγώνα και γίνεται προειδοποίηση από τα μεγάφωνα του γηπέδου, σε βάρος δε της υπαίτιας ομάδας επιβάλλεται χρηματική ποινή από 10.000 ευρώ έως 30.000 ευρώ.

Εάν, μετά την επανέναρξη του αγώνα, επαναληφθεί η, κατά τα ως άνω, ρίψη φωτοβολίδας, ο διαιτητής διακόπτει οριστικά τον αγώνα και η υπαίτια ομάδα τιμωρείται σωρευτικά (α) με χρηματική ποινή από 25.000 ευρώ έως 50.000 ευρώ και (β) με ποινή διεξαγωγής αγώνα χωρίς θεατές για 1 αγωνιστική ημέρα.

Εάν από τη ρίψη φωτοβολίδων υπάρξει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη προσώπου, νόμιμα ευρισκόμενου στον αγωνιστικό χώρο, τότε ο αγώνας διακόπτεται οριστικά (χωρίς την ανάγκη ύπαρξης προηγούμενης ειδοποίησης) και επιβάλλονται στην υπαίτια ομάδα, σωρευτικά, οι ακόλουθες ποινές: (α) χρηματική ποινή από 30.000 ευρώ έως 100.000 ευρώ και (β) ποινή διεξαγωγής αγώνα χωρίς θεατές από 1 έως 2 αγωνιστικές ημέρες.»

Υποθέτω ότι ακόμα και ένα παιδί θα μπορούσε να διατυπώσει δύο, τουλάχιστον, απορίες ή ενστάσεις:

1. Εξ όσων γνωρίζουμε, οι περισσότεροι διαιτητές ποδοσφαίρου δεν διαθέτουν πτυχίο ή, έστω, ειδικές γνώσεις Ιατρικής. Πώς θα διαγνώσει ο διαιτητής την περίπτωση «ελαφράς σωματικής βλάβης» (sic) προκειμένου να αποφασίσει να διακόψει οριστικά και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση το παιχνίδι; Τι θα γίνει, π.χ., αν μια φωτοβολίδα περάσει ξυστά από το χέρι, το πόδι ή το λαιμό ενός ποδοσφαιριστή, προκαλώντας φαινομενικά μόνο αμυχές; Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης; Και, ακόμα κι αν ο διαιτητής κρίνει τον τραυματισμό ως επιπόλαιο και αποφασίσει τη συνέχιση του αγώνα, πώς θα βρεθεί άκρη στην περίπτωση που η ομάδα του παίκτη κάνει ένσταση κακής εφαρμογής των κανονισμών, έχοντας πιθανώς στα χέρια της και κάποια ιατρική γνωμάτευση;

2. Ακόμα πιο σοβαρό, όμως, είναι το ακόλουθο: Ο συντάκτης του Πειθαρχικού Κώδικα φαίνεται να «κλείνει το μάτι» στους χούλιγκαν, λέγοντάς τους περίπου το εξής: «Αν θελήσετε να σκοτώσετε τον διαιτητή ή κάποιον ποδοσφαιριστή με χρήση φωτοβολίδας ευθείας βολής, και δεν τον πετύχετε με την πρώτη, τότε μην ανησυχείτε: Αφού δεχθείτε μια απλή προειδοποίηση, ο αγώνας θα συνεχιστεί κανονικά κι έτσι θα έχετε μια δεύτερη ευκαιρία να βρείτε στόχο. Βέβαια, μη ζητάτε περισσότερα, τρίτη ευκαιρία δεν πρόκειται να σας δοθεί!»

Στον πρόσφατο αγώνα της Τούμπας, η τύχη ήταν με το μέρος των ευρισκόμενων στον αγωνιστικό χώρο και στις εξέδρες του γηπέδου. Ίσως την επόμενη φορά, όμως, η μοίρα αποφασίσει να παίξει τα δικά της παιχνίδια. Και ίσως τότε κάποιος άλλος τραγικός Χαράλαμπος Μπλιώνας βρεθεί εκεί που δεν πρέπει, τη στιγμή που δεν πρέπει, για να πληρώσει με το αίμα του και τη ζωή του τις αβελτηρίες μιας Πολιτείας που επιμένει να μη διδάσκεται από τα ίδια της τα λάθη.

Εκτός, βέβαια, αν αφήσουμε τον εαυτό μας να κάνει άλλου είδους σκέψεις και να αποδώσει ύποπτες προθέσεις και σκοπιμότητες σε σκοτεινά κατεστημένα του ποδοσφαίρου. Δεν θα το επιχειρήσουμε εδώ, αφού ο χώρος που μας φιλοξενεί διακινεί ειδήσεις και όχι θεωρίες συνωμοσίας. Ευχή όλων είναι να μην ανοίξει κάποτε κάποια μουχλιασμένη ντουλάπα με σκελετούς στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Γιατί τότε θα χάσουμε οριστικά την πίστη σε ένα από τα λίγα πράγματα που έμειναν να μας ψυχαγωγούν, να ζωντανεύουν όμορφες μνήμες και να μας χαρίζουν αυθεντική συγκίνηση...

(*) Δείτε το πλήρες κείμενο του Π. Κ. της ΕΠΟ (Ιούνιος 2016)

ΤΟ ΒΗΜΑ